Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Μνήμες από την πλημμύρα «Daniel»

 

Είχε μπει ο Σεπτέμβρης και τα δελτία πρόγνωσης καιρού είχαν προβλέψει την επερχόμενη κακοκαιρία «Daniel». Έτσι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμέναμε, ίσως, κάποιο θάμα!» από τις 5 έως 7 Σεπτεμβρίου 2023, επί δύο συνεχείς ημέρες (Τρίτη και Τετάρτη 5-6 Σεπ.), άρχισε η καταρρακτώδης βροχή που είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο Πηνειός ποταμός και οι παραπόταμοί του στη Δυτική Θεσσαλία. 

Χιλιάδες άνθρωποι κινδύνεψαν να χάσουν την ζωή τους, άλλοι έχασαν εντελώς τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους και άλλοι υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές, που απαιτήθηκαν μακροχρόνιες και δαπανηρές εργασίες αποκατάστασης.  

Αγροτικοί και επαρχιακοί δρόμοι καταστράφηκαν και χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης βρίσκονταν κάτω από τόνους νερού και πετρελαίου.  

Η πλημμύρα επέφερε τεράστιο πλήγμα στην κτηνοτροφία και τη γεωργική παραγωγή. Ταυτόχρονα,  καταγράφτηκε μεγάλος αριθμός νεκρών ζώων, ενώ είχε εκδηλωθεί και επιδημιολογική κρίση, με κρούσματα γαστρεντερίτιδας και λοιμώξεων του αναπνευστικού.

Το φαινόμενο της κακοκαιρίας Daniel εξελίχθηκε σε εφιάλτη, για την ευρύτερη περιοχή του νομού Τρικάλων καθώς οι καταστροφές και τα προβλήματα ήταν πολλά. Στην περιοχή μας, το Βαλτινό ευτυχώς την πέρασε με ελάχιστα προβλήματα σε σχέση με τα διπλανά χωριά, όπως ο Παραπόταμος, η Φωτάδα, το Βαλομάντρι και τα Ρόγγια που τα νερά είχαν κατακλύσει τα πάντα.

Ας θυμηθούμε κάποιες εικόνες από τις ημέρες εκείνες κι ας έχουμε πάντα κατά νου πως: πλημμυρικά φαινόμενα προκαλούνταν και θα προκαλούνται, όταν τα νερά των βροχοπτώσεων είναι πάρα πολλά και οι κοίτες των ποταμών δεν τα χωρούν, είτε λόγω της διαμορφώσεως του εδάφους, είτε λόγω άστοχων ανθρωπίνων επεμβάσεων με τις οποίες αυτές περιορίζονται, είτε παραλείψεως καθαρισμού της κοίτης αυτών.

Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η ραγδαία μεταβολή του κλίματος, τότε αντιλαμβάνεται κανείς γιατί συμβαίνουν τέτοια καταστροφικά γεγονότα και τι μέτρα πρέπει να ληφθούν. 

«Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν».






ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ;

 

«Θα βρέξει ή δεν θα βρέξει;»

Ο ουρανός αναδεύεται, μουγκρίζει και αστραποβολά. Κάποια στιγμή ησυχάζει κι αμέσως αναρπάζει τα σύννεφα από τις μακριές ουρές τους. Τα στύβει και υγραίνεται.

Ταχύνω το βήμα μου, συμμαζεύομαι και προσπαθώ να μπω όσο βαθύτερα γίνεται μέσα στα ρούχα μου.

«Θα βρέξει ή δεν θα βρέξει; Κι εσύ δρόμε, που με συνοδεύεις αγόγγυστα, δεν απαντάς;»

Κι ο δρόμος υπονόησε:

«Μα, εγώ πάντοτε σιωπώ. Πώς ζητάτε από έναν που δεν έχει γλώσσα να μιλήσει; Και, κυρίως, πόσο περιττό να ζητάτε να βγείτε από τα αδιέξοδά σας, από έναν που η φύση του είναι μόνο διέξοδος; Απλώς βαδίστε με».


Του Ηλία Κεφάλα

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Οι παλιές γειτονιές του Βαλτινού

 

Ένα βίντεο με παλιά φωτογραφικά τεκμήρια, γεμάτα πληροφορίες και κυρίως ερεθίσματα για να σκεφτούμε πάνω στην περιπέτεια του βίου, του χωριού στο χρόνο. Ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες των κατοίκων του Βαλτινού, που καταμαρτυρεί έναν κόσμο ο οποίος έφυγε ανεπιστρεπτί.

Μια ελεγεία για ότι έφυγε και χάθηκε στο χρόνο, ή κι αν παρέμεινε αλλοτριώθηκε σε μεγάλο βαθμό.

Μια ευκαιρία για επιστροφή, για περιπλάνηση στο παρελθόν μας, και στο χωριό όπου ζήσαμε και ζούμε, αλλά που έχει αλλάξει τόσο με το πέρασμα του χρόνου, τις περιστάσεις της ζωής, αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον πυρήνα αλλά και την ανθρωπογεωγραφία του, και τον τρόπο ζωής των κατοίκων.

Οι παλιές γειτονιές του Βαλτινού, ο βιωμένος χρόνος, οι άνθρωποι που έφυγαν, η μνήμη,  σε συνάρτηση με τον προσωπικό στοχασμό, την ενατένιση και την παρατήρηση των υποκειμένων, του τότε και του σήμερα, είναι τα στοιχεία που διέπουν και κυριαρχούν σ’ αυτό το βίντεο, που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του τόπου και των ανθρώπων που έζησαν ή ζουν σε αυτόν. 

Καλή περιπλάνηση!

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Η Εκδρομή στη λίμνη Πλαστήρα του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Βαλτινού

 

Εκδρομή στη λίμνη Πλαστήρα διοργάνωσε και πραγματοποίησε, την Κυριακή 14 Απριλίου 2024, ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Βαλτινού.

Ήταν μια εύστοχη επιλογή των διοργανωτών καθώς οι εκδρομείς είχαν την ευκαιρία να δουν, να χαρούν τις ομορφιές και να απολαύσουν το εξαιρετικό τοπίο της περιοχής.

Η λίμνη είναι ένα από τα πιο όμορφα τεχνικά στολίδια της Θεσσαλίας που ο Νικόλαος Πλαστήρας οραματίστηκε στοχεύοντας να τροφοδοτήσει τις γύρω περιοχές που το καλοκαίρι υπέφεραν από λειψυδρία καθώς και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την εκμετάλλευση της δύναμης του νερού.

Στο πρόγραμμα υπήρχε και η προσκυνηματική επίσκεψη στο μοναστήρι της Παναγίας Πελεκητής. Στα 1400 μέτρα, επάνω στο χείλος της απόκρημνης πλαγιάς των Αγράφων, ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του χωριού Καρίτσα του Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, το μοναστήρι της Παναγιάς Πελεκητής αποτελεί ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό δημιούργημα του 15ου αιώνα.

Το εσωτερικό της, γεμάτο με πύλες και φυσικούς θόλους από το βράχο μέσα στον οποίο πελεκήθηκε, βρίσκεται ο μονόχωρος ναός της Ανάληψης του Σωτήρος με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο και της σπάνιας τέχνης αγιογραφίες. Καμαροσκέπαστοι διάδρομοι και στοές οδηγούν στο δεύτερο ναό της μονής, την Παναγιά Φανερωμένη. Είναι αθωνικού τύπου με αγιογραφίες του 1666 και εικόνες κρητικής τέχνης. 



Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

ΤΡΙΖΟΝΙ

 

Κέρκυρα,12:04, μεσάνυχτα, ημέρα Δευτέρα 15/4/2024. Με τα παράθυρα ανοιχτά, σκυμμένος στον υπολογιστή, σηκώνω το κεφάλι μου να πιώ λίγο από τον...απογευματινό καφέ. Συνηθίζω να αφήνω καφέ στην κούπα μου και αργά το βράδυ, τον αποτελειώνω με μεγάλη ευχαρίστηση ! Από τα ηχεία του υπολογιστή μου πηγάζει Σπανός και νέο κύμα ! Κουράστηκα. Χαμηλώνω την ένταση, κουμπώνω τα χέρια μου στον αυχένα, παίρνω μια βαθιά ανάσα και ένα τριζόνι έξω από την πόρτα μου, συναγωνίζεται τα ελάχιστα ντεσιμπέλ των ηχείων μου. Κλείνω τη μουσική και τώρα το μόνο που ακούγεται από το καντούνι, είναι το τριζόνι που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου για την πρώιμη εμφάνισή του. Καλός καιρός, δε λέω αλλά, διάολε δεν έχουμε ακόμη Καλοκαίρι !

Γκουγκλάρω για πληροφορίες και ως συνήθως εμφανίζονται απίστευτες σε όγκο και περιεχόμενο πληροφορίες για...το τριζόνι ή Γρύλος αν προτιμάτε. Πλουσιότερος σε γνώσεις από σήμερα χαχα!...Ο Γκιώνης της πάνω πλατείας έπαψε εδώ και ώρα να ακούγεται λες και έχουν συνεννοηθεί για τη σειρά "Εμφάνισης" ! Το τριζόνι, κάνει τη νύχτα να μοιάζει με βαγόνι που σέρνεται αργά στους σιδερένιους τροχούς. Η μυσταγωγική σύνδεση Τριζονιού και Εμού, διακόπτεται βίαια από ένα ζευγάρι που εισήλθε στο καντούνι σέρνοντας από μια βαλίτσα ο καθένας, κάνοντας απίστευτο θόρυβο χωρίς το μέτρο του Τριζονιού. Του Τριζονιού που, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν το ακούσω, ο ήχος του θα με πάει πίσω στα πρώτα χρόνια της ζωής μου και στο χωριό μου τη Χαϊδεμένη, αποκωδικοποιώντας στη μνήμη μου αμέτρητους ήχους… Όπως για παράδειγμα, τέτοιες νύχτες με μπόλικη Άνοιξη, κάθε που νυχτώνει στο ποταμάκι της Χαϊδεμένης, δίνουν συναυλία τα βατράχια λες και υποψιάζονται πως κάποιος, κάποιοι, τα ακούν με προσοχή και δώστου οι παραλλαγές, και δώστου οι Σολίστες Βάτραχοι κι από κοντά οι Μπάσοι κι όλων των αποχρώσεων χορωδοί ! Κι αν η ζωή μας στις μέρες μας μεταφράζεται περίπλοκα, ο Γκιώνης, το Τριζόνι κι αργότερα το Τζιτζίκι, παραδίδουν μαθήματα απλούστευσης, αρκεί να ακούς. Άκου! Καλημέρα!


Του Αποστόλου Κουρσοβίτη


Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Τα ποδοσφαιράκια (μπαλάκια)

 

Τα ποδοσφαιράκια ή μπαλάκια όπως τα έλεγαν οι περισσότεροι, υπήρξαν κατά κόρον τα παιχνίδια των εφήβων, ειδικότερα κατά τις δεκαετίες του 1970 – 1990. Οι αίθουσες ψυχαγωγίας της εποχής, (καφενεία, σφαιριστήρια μπιλιάρδα) διέθεταν και επιτραπέζια ξύλινα ποδοσφαιράκια και ήταν οι χώροι στους οποίους σύχναζαν οι λάτρες αυτού του παιχνιδιού.

Για τους περισσότερους νέους της εποχής, τα ποδοσφαιράκια αποτελούσαν ένα διασκεδαστικό ομαδικό παιχνίδι, το οποίο εν μέρει, ήταν βασισμένο στους κανόνες του ποδοσφαίρου. Οι βασικές του διαφορές είναι ότι το γήπεδο που διεξάγεται ο αγώνας, είναι το επιτραπέζιο δάπεδο του παιχνιδιού (κατασκευασμένο από ειδικό φελό), οι ποδοσφαιριστές είναι ξύλινοι, προσαρμοσμένοι και στοιχισμένοι πάνω σε μια μεταλλική ράβδο, η οποία καθοδηγείται, από μια ξύλινη χειρολαβή και για μπάλα χρησιμοποιούνται μπαλάκια ειδικής κατασκευής. Παίζεται με δύο (μονομαχία), ή με τέσσερεις παίκτες (τετράδα).

Το παιχνίδι ξεκινούσε με τη ρίψη μάρκας στον κερματοδέκτη ώστε να βγουν τα πέντε μπαλάκια του παιχνιδιού. Το πρώτο μπαλάκι πέφτει στο κέντρο του γηπέδου και οι παίχτες προσπαθούν να σκοράρουν στην υποδοχή του τέρματος. Όποιος βάλει τα περισσότερα μπαλάκια στο τέρμα του άλλου κερδίζει το παιχνίδι.

Όρθιοι οι παίκτες  από κάθε μεριά, εμφορούμενοι από την αγωνία και την ένταση του αγώνα, σηκώνουν ολόκληρο το τραπέζι όρθιο, ενώ οι «περίεργοι θεατές» που κάθονται γύρω από το παιχνίδι και το παρακολουθούν απολαμβάνουν κι αυτοί με τη σειρά τους τις επευφημίες και τους πανηγυρισμούς σε κάθε γκολ.

Η δεξιοτεχνία και η γρήγορες κινήσεις είναι τα χαρακτηριστικά του καλού και επιδέξιου παίχτη.

Όμως ανεξάρτητα από το επίπεδο επιδόσεων του κάθε παίχτη, αυτό το εκπληκτικό παιχνίδι, πρόσφερε χαρά και αναψυχή για πολλά χρόνια στη νεολαία.

Και επειδή το ποδοσφαιράκι είναι διαχρονική αξία, αν το ψάξεις όλο και κάπου θα το βρεις. Όλο και σε κάποιο μαγαζί θα στέκεται και θα περιμένει δύο αντιπάλους να του δώσουν ζωή.



Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Σχολικές μνήμες «Η εφημερίδα του Δημοτικού Σχολείου Βαλτινού»

 

Οι σχολικές αναμνήσεις για τους περισσότερους ανθρώπους είναι ανεκτίμητες και φυσικά μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη. Όσα χρόνια και να περάσουν τα αθώα, ξένοιαστα αλλά και τόσο δημιουργικά σχολικά χρόνια πάντα θα αναπολούνται. 

Σήμερα αναμοχλεύουμε σχολικές μνήμες του Βαλτινού πριν από τρεις δεκαετίες. Πριν από τριάντα χρόνια λοιπόν, κάτω από την εποπτεία του συγχωριανού μας δασκάλου, Στέφανου Βαγγελού, οι μαθητές της Δ΄ τάξης, του δημοτικού σχολείου Βαλτινού, του σχολικού έτους 1995 - 1996, σχεδίασαν, οργάνωσαν, επιμελήθηκαν και εξέδωσαν την σχολική εφημερίδα με τίτλο «Τα περιστεράκια της Ειρήνης».

Πρόκειται για μια μαθητική εφημερίδα 12 φύλλων, διαστάσεων 30 εκ. ύψος και 21 εκ. πλάτος, η οποία εκδίδονταν από τους μαθητές κάθε μήνα.

Η έκδοση της σχολικής εφημερίδας ήταν μια ευχάριστη και δημιουργική δραστηριότητα, που στόχο είχε την ελεύθερη έκφραση των μαθητών και την επικοινωνία τους με ανθρώπους εκτός σχολείου. Παράλληλα έδινε κίνητρο στα παιδιά να εργαστούν σε ομάδες και βοηθούσε «να ανοίξει» το σχολείο στην κοινωνία. 
Παρακάτω παρουσιάζονται δειγματοληπτικά κάποια φύλλα από τα τεύχη των εφημερίδων που είχαν εκδοθεί εκείνη τη χρόνια.








Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Η λεύκα στην αυλή του σπιτιού μου

 Του Ευαγγέλου Σωτ. Στάθη, Φιλολόγου

 

Όταν ο ήλιος βασίλευε και άρχιζε να απλώνεται μία γλυκιά μελαγχολία στο χωριό, στο κήπο και στη ρούγα και να πέφτει η νυχτερινή σιγαλιά, τη σειρά στις λεύκες την έπαιρναν τα καλακούδια, όσα απ’ αυτά δεν χωρούσαν ή δεν ήθελαν να παν στον καβαλάρη της στέγης του σπιτιού ή στην καμινάδα του μπουχαρή, κάτιαζαν στη λεύκα.

Δεν ξέρω γιατί τα καλακούδια δημιουργούσανε ατμόσφαιρα μελαγχολίας. Ήταν γιατί μαζεύονται τέτοια ώρα να κουρνιάσουν κι αυτά, γι αυτό και οι φωνές τους ήταν κάπως παραπονιάρικες; Ήταν το χρώμα τους το μαύρο που έφερνε αυτήν τη μελαγχολία;

Κι ύστερα έρχονταν οι νύχτα, η καλοκαιριάτικη νύχτα με το φεγγαράκι ή τα αμέτρητα αστέρια. Η οικογένεια έπεφτε για ύπνο στη ρούγα, ξεθεωμένη από την κούραση. Στην ίδια ρούγα και δίπλα δίπλα κοιμούνταν και οι αγελάδες με τους δικούς τους, καμιά φορά, χαρακτηριστικούς «ήχους και θορύβους». Όμως τη βαθιά αυτή σιγαλιά έκοβε η κλαψιάρικη φωνή της χουχουιάβας και πιο πολύ του γκιόνη. Παράξενες και μυστηριώδης φωνές που προκαλούσαν συγχρόνως και δέος και συμπάθεια,για αυτό και μας άρεζαν και όχι. Από τη μια μας νανούριζαν, από την άλλη μας δημιουργούσαν ανείπωτο παράπονο και μελαγχολία. –«Γιατί κάνει έτσι χουχουιάβα μανιά; γιατί κλαίει τόσο γκιόνης; λες να… -Πλαϊάστε τώρα, δεν είναι τίποτε», έλεγε καθησυχαστικά η γιαγιά. Και μείς ησυχάζαμε και κοιμόμασταν, η γιαγιά ήξερε τι έλεγε.

Ύστερα το φθινόπωρο. Τα φύλλα της λεύκας κιτρίνιζαν και άρχιζαν να πέφτουν μελαγχολικά μελαγχολικά στη γη. Μ’ ένα μικρό αεράκι έπεφταν χιλιάδες χιλιάδες, μ’ ένα δυνατό άνεμο εκατομμύρια φύλλα έπεφταν και έκαναν ένα παχύ στρώμα «ως το κότσι».

Είχαμε πολλές τέτοιες λεύκες, γύρω γύρω στο οικόπεδο, τρεις όμως από αυτές ήταν τεράστιες σε ύψος και σε χόντρο. Το ύψος τους άγγιζε τον ουρανό και «το χόντρο της» καθεμιάς ήθελαν δύο άντρες να το αγκαλιάσουν. Ήταν μπροστά στο δρόμο, κοντά στη μεγάλη αμαξ(ι)κή της ρούγας. Και στις τρεις ήταν «γραπατσομένες» κληματαριές σαν και αυτές που αναφέραμε την προηγούμενη φορά.

Όλοι οι πατεράδες τότε, όταν ήθελαν να τιμωρήσουν τα παιδιά τους για κάποια ζαβολιά, τα κρεμούσαν στο δέντρο της αυλής. «Θα σε κρεμάσω, κερατά», έλεγαν. Το ’λεγαν και τό ’καναν. Ε, λοιπόν, και μας, και τους τρεις μας κρεμούσε ο πατέρας μας από τη λεύκα την πρώτη λεύκα, μας ξεκρεμούσε όμως γρήγορα η μανιά μας. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε μανιά, και καλή μανιά.

Αυτά κι άλλα πολλά θυμάμαι όταν βλέπω τη λεύκα. Όταν ακούω τη λέξη αυτή, το μυαλό μου πάει στο πατρικό σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Βέβαια, όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη λεύκα. Ο καθένας μπορεί να έχει τα δικά του βιώματα και τις δικές του αναμνήσεις, συνδυασμένα με άλλα δέντρα, τον πλάτανο, τη σκαμνιά ή όποιο άλλο. Αλλά, να, αυτά που αναφέραμε ταιριάζουν περισσότερο με τη λεύκα. Έτσι καμαρωτή και πανύψηλη όπως ήταν, την προτιμούσαν περισσότερο οι άνθρωποι, τα πουλιά και η κληματαριά. Πάντως εγώ με τη λεύκα και το σπίτι μου κάνω συνειρμούς, όπως έκανε ο Καζαντζάκης με τη γαζία και την μάνα του.

Σήμερα, μην το ψάχνεις. Είναι αδύνατο να βιώσεις τέτοιες οπτικές και ακουστικές εικόνες και σκηνές. Είδες στην αυλή ή στον κήπο σου καμιά καρακάξα, κάνα καλιακούδι; έστησες παγίδα στον κήπο σου να πιάσεις «κάναν τσούπο»; άκουσες το χτύπημα της μύτης του πελεκάνου «τάκα! τάκα! τάκα! τάκα!» Ενοχλήθηκες στον ύπνο σου από τη λυπητερή φωνή του γκιόνη και της χουχουϊάβας; Κι ούτε πρόκειται. Δεν θα μας κάνουν το χατήρι ποτέ αυτά τα πουλιά. Ύστερα και εμείς φροντίσαμε καλά για αυτό. Διώξαμε τα πουλιά αυτά, τα έδιωξε η τεχνολογία με τα σύρματα της ΔΕΗ, τα διώξαμε και μείς οι ίδιοι κόβοντας τα δέντρα. Τα δέντρα δεν χρειάζονται τώρα, είναι καλύτερες οι ημίγυμνες αυλές. Ούτε τον ίσκιο τους δεν θέλουμε.

Έχουμε τις τέντες, τα στέγαστρα και κάτι ψεύτικα κιόσκια. Εξάλλου, τώρα είμαστε και «πολιτισμένοι». Δεν κάθονται τώρα στις αυλές ο κόσμος, μαζεύονται μέσα, παρέα με τη μοναξιά και την πλήξη της τηλεόρασης. Ύστερα η λεύκα ή ο πλάτανος είναι παλιακά δέντρα. Τώρα βάζουν φοίνικες, κυπαρίσια, μανόλιες, «άκου μανόλιες!!»

Ναι, αλλά τα πουλιά δεν θέλουν να τραγουδήσουν στους φοίνικες, τα καλιακούδια δεν είναι θαλασσοπούλια, τα πελεκάνια τη θέλουν ψηλά τη φωλιά τους και το κλίμα δεν μπορεί ή δεν θέλει να γραπατσωθεί σε τέτοια δέντρα.

Γι’ αυτό και μείς οι μεγαλύτεροι είμαστε σαν χαμένοι, οι κακόμοιροι. Γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε πού γεννηθήκαμε, πως μεγαλώσαμε και πώς ζούμε τώρα.

 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Σουίτα art café (Ένας χώρος πολιτισμού και δημιουργίας)

Μια συνέντευξη του Παναγιώτη Μαγκλάρα στο Trikalapod  (podcasts με την Αφροδίτη Νανάκη)

 

Σε μια πόλη όπως τα Τρίκαλα, όπου όλα αλλάζουν, υπάρχει ένας χώρος, η “Σουίτα art café”, που είναι πάντα εκεί. Ατμοσφαιρικός, με ρετρό διακόσμηση και cozy διάθεση, αποτελώντας κομμάτι της τοπικής αισθητικής, για περισσότερο από σαράντα χρόνια.

Αφηγητής της κοινωνικοπολιτιστικής ζωής των Τρικάλων, μα πάνω απ’ όλα οικείο καταφύγιο για τρεις γενιές, σε μια κοινωνία που τείνει να ξεχνάει, να γκρεμίζει, να διαγράφει.

Ο Παναγιώτης Μαγκλάρας τα τελευταία 25 χρόνια έχει ταυτίσει το όνομά του με αυτό της “Σουίτας” και έχει πραγματοποιήσει εκεί μέσα-όπως λέει- πολλά από τα ταξίδια που δεν κατάφερε να κάνει… Η πλειονότητα των Τρικαλινών, έχει σίγουρα συνταξιδέψει με τον Παναγιώτη σε κάποια από αυτά τα ταξίδια. Μιλάμε άλλωστε για περισσότερες από πεντακόσιες εκδηλώσεις κάθε είδους που έχουν φιλοξενηθεί στον εν λόγω χώρο. Ένας χώρος όπου υποδέχθηκε κάθε ιδέα και κάθε καλλιτεχνική- και όχι μόνο -έκφραση.

Σ αυτό το podcast, ο Παναγιώτης Μαγκλάρας κάνει έναν απολογισμό των δυόμιση δεκαετιών που φέρει την ευθύνη λειτουργίας της “Σουίτας”, βάζοντας θετικό πρόσημο σ’ αυτή την πολυετή διαδρομή.

Θυμάται καλλιτέχνες που τον συγκίνησαν γιατί η τέχνη τους ήταν εναρμονισμένη με τον χαρακτήρα τους, θυμάται ατυχείς στιγμές που όμως του προσέφεραν σημαντική εμπειρία στο πέρασμα των χρόνων και μοιράζεται τις σκέψεις του για το μέλλον της “Σουίτας art café”…


Για να ακούσετε την συνέντευξη πατήστε https://trikalapod.com/


Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ένα σκίτσο την ημέρα

 

Από την ιστοσελίδα «Ένα σκίτσο την ημέρα» επιλέξαμε και παρουσιάζουμε, με βάση την αρμονία όλων των στοιχείων της φύσης, κάποιες τοπιογραφίες. Το τοπίο περιλαμβάνει συνήθως βουνά, κοιλάδες, πεδιάδες, δέντρα, ποτάμια, λίμνες και δάση, με μία ευρεία θέα να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα και τα στοιχεία του να είναι διευθετημένα σε μία «δεμένη» σύνθεση. Τίποτα δεν διαταράσσει αυτή την αρμονία του τοπίου, τα πάντα συνυπάρχουν ειρηνικά με τη φύση και απολαμβάνουν την ήσυχη στιγμή της ημέρας. 

Κι αν δεν υπάρχει το χρώμα σ’ αυτές τις τοπογραφίες, ας βάλει ο καθένας, από την παλέτα της ψυχής του, τα δικά του χρώματα για την ολοκλήρωσή τους.








Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Τα βιβλία του Χάρη Αγγελή (Βιβλιοπαρουσίαση)

 

Ο συγχωριανός μας συγγραφέας Χάρης Αγγελής (συνταξιούχος Γεωπόνος), έχει την ικανότητα να μπαίνει στον ψυχισμό των ανθρώπων, να αγγίζει τις ψυχές με τον λόγο του, να γράφει και να μοιράζεται ένα ουράνιο τόξο συναισθημάτων και ιδεών, να μαθαίνει περισσότερα για τον εαυτό του, να κατανοεί τον κόσμο λίγο καλύτερα, και όλα αυτά πλέκοντας λέξεις με ιστορίες και συναισθήματα.

Τα βιβλία του έχουν κοινωνικές προεκτάσεις καθώς εμπνέεται από τη φύση και από έναν κόσμο που περνά απαρατήρητος.

Έγραψε και εξέδωσε τρία πολύτιμα βιβλία που αξίζει κανείς να τα έχει στη βιβλιοθήκη του, καθώς πρόκειται για έργα που περιέχουν οικολογικές μυθιστορίες και δίνουν ανάγλυφα τα μηνύματα της προστασίας του περιβάλλοντος, της επαφής του ανθρώπου με τη φύση και της λιτής, απέριττης και αρμονικής συμβίωσης των πλασμάτων επάνω στη γη.

-Το πρώτο βιβλίο του έχει τον τίτλο «Μυθιστορίες για μικρούς και μεγάλους» και εκδόθηκε το 2005, από τις Περιφερειακές εκδόσεις «έλλα», Λάρισας.

Πρόκειται για ένα εικονογραφημένο βιβλίο 96 σελίδων με δύο ιστορίες που φέρουν τον τίτλο: («Τυχερή πεταλούδα» και «Αγριόπαπο και Λαγός». Δύο παραμύθια που κάνουν τον αναγνώστη να ταξιδέψει μέσα από την περιπέτεια και να γνωρίσει τις αλήθειες της ζωής, να οραματιστεί τον μελλοντικό εαυτό του, εισπράττοντας τα μηνύματα και τις αξίες που κρύβονται μέσα τους.  

Την εικονογράφηση έκαναν οι: Ιουλία Κούρτη, ο Θανάσης Αγγελής και η Αναστασία Τόγελου, ενώ τον σχεδιασμό κα την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Αλέξανδρος Ζούκας.

-Στο δεύτερο βιβλίο του, που έχει τίτλο «Η ερωτευμένη κορομηλιά» (64 σελίδες) ο συγγραφέας ενανθρωπίζει τη φύση, τα δέντρα και τα ζωντανά και δίνει με ευαισθησία και γοητεία τον μύθο της ερωτευμένης κορομηλιάς. Η διάρθρωση της ιστορίας του μύθου γίνεται με τέτοια φυσικότητα που χάνονται τα σύνορα ανάμεσα στην υπέρβαση και στην αντικειμενικότητα του λόγου, καθώς το πραγματικό μπερδεύεται με το φανταστικό. Πρόκειται για μια οικολογική μυθιστορία με πολλά και ποικίλα μηνύματα, αλλά και με τιθέμενα φιλοσοφικά ζητήματα.

Το βιβλίο εκδόθηκε το 2006, ο σχεδιασμός και η ηλεκτρονική φωτοστοιχειοθεσία έγινε στις Γραφικές Τέχνες: «Δημήτρη Τσιγάρα».

-Το τρίτο βιβλίο του έχει τίτλο «Ο ξυπόλητος καβαλάρης», είναι έγχρωμο, 60 σελίδων και εκδόθηκε το 2011.
Πρόκειται για ένα παραμύθι που έχει έντονα τα χαρακτηριστικά οικολογικού ενδιαφέροντος, με πολλά και ποικίλα μηνύματα, αλλά και με απόψεις τεκμηριωμένες με γνώσεις γεωπονίας.

Με ήρωες του παραμυθιού τον «Έκτορα», την οικογένειά του και τα άλογά του, «Κίτσα» και «Ερμής», ξετυλίγεται μια ιστορία, κάπου σε ένα χωριό κοντά στα Μετέωρα, αλλά από την άλλη μεριά του Πηνειού ποταμού (στο Βαλτινό).

Ο μικρός Έκτορας γνωρίζοντας σιγά σιγά τον κόσμο του, «ρουφάει» από την αγράμματη, αλλά σοφή γιαγιά του την ορθολογική και ισορροπημένη άποψη των πραγμάτων, μεταξύ ανθρώπων, ζώων, φυτών και γενικότερα την γνώση της ισορροπημένης λειτουργίας της φύσης.

Η άμεση επαφή με τη φύση του χωριού κάνει τον ξυπόλυτο καβαλάρη να απαξιώνει την χρήση των παπουτσιών, να κυκλοφορεί, αλλά και να ιππεύει ξυπόλυτος.

Ο σχεδιασμός και η ηλεκτρονική φωτοστοιχειοθεσία έγινε στις Γραφικές Τέχνες: «Δημήτρη Τσιγάρα». Την εικονογράφηση του βιβλίου έκανε η Μαίρη Στίνη.

 

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Μαθήματα παραδοσιακών χορών από τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Βαλτινού

 

Ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Βαλτινού, υπηρετώντας έναν από τους κύριους στόχους του, αυτόν της διατήρησης και της διάδοσης της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, οργανώνει μαθήματα ελληνικού παραδοσιακού χορού για όλες τις ηλικίες.

Τα μαθήματα ελληνικών παραδοσιακών χορών πραγματοποιούνται στην αίθουσα του πνευματικού κέντρου του ιερού ναού Αγίου Αθανασίου Βαλτινού.

Στο πλαίσιο των μαθημάτων διδάσκονται ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας τους, στοιχεία λαογραφίας, καθώς και ενδυματολογίας.

Οι συμμετέχοντες έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να βιώσουν την ελληνική παράδοση μέσα από τους τρεις κύριους άξονές της: χορό, μουσική και ένδυμα.

Τα μαθήματα γίνονται μία φορά την εβδομάδα και διαρκούν μία ώρα.

Το πρόγραμμα των μαθημάτων έχει ως εξής:

Για το τμήμα ενηλίκων κάθε Δευτέρα από 17:00-18:00

Για το παιδικό τμήμα κάθε Τρίτη από 17:30-18:30

Πληροφορίες στον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Βαλτινού.


Οι τσουποπαγίδες (Αναμνήσεις του χωριού)

 

Πόσες φορές δεν έχουμε προσπαθήσει να θυμηθούμε μικρές στιγμές από την παιδική μας ηλικία; Στιγμές που μετατρέπονται σε αναμνήσεις και η αξία τους αναμετριέται αλύπητα με τον χρόνο για να αναδείξει τις καλύτερες, αυτές που θα μείνουν αξέχαστες για μια ζωή. Αναμνήσεις που ξέρουμε πως κάπου υπάρχουν αλλά δεν μπορούμε να τις  εντοπίσουμε. Γνώριμα και οικεία συναισθήματα που δεν μπορείς ακριβώς να τα εντοπίσεις. Σαν κόκκοι άμμου που μπλέχτηκαν μεταξύ τους, κι ενώ είναι πάντα εκεί φαντάζουν αδύνατο να τις εντοπίσεις ξανά. Κι όμως κάποιες φορές εντοπίζονται και να... αναδεικνύονται.

Εμείς στο Βαλτινό, από παιδιά μάθαμε να κυνηγάμε στη ζωή… Πότε με το λάστιχο, πότε μ’ αβρόχια, πότε με ξόβεργες και πότε με τσουποπαγίδες… Ξεχυνόμαστε στα χωράφια του Βαλτινού και κυνηγούσαμε το όνειρο.

Οι τσουποπαγίδες ήταν αυτοσχέδιοι μηχανισμοί που τις κατασκευάζαμε μόνοι μας, για να κυνηγάμε πουλιά. Συνήθως σ’ αυτές τις τσουπογαγίδες πιάναμε μικρά πουλιά, τσούπια, σπουργίτια, και καμιά φορά και κοτσίφια.

Αποτελούνταν από μια ξύλινη βέργα, από ένα ξύλινο σκάνδαλο και από έναν σπάγκο λεπτό. Στο ένα άκρο της βέργας γίνονταν μια εγκάρσια τρύπα. Δένονταν ο σπάγκος από το ένα άκρο της βέργας και από το άλλο άκρο περνούσε μέσα από την εγκάρσια τρύπα. Ο σπάγκος αυτός ήταν έτσι τεντωμένος ώστε η ξύλινη βέργα να σχηματίζει ένα ημικύκλιο. Σε κάποιο σημείο αυτού του σπάγκου γινόταν ένας κόμπος από τον οποίο, άρχιζε μια θηλιά. Ο κόμπος αυτός περνούσε μέσα από την εγκάρσια τρύπα του ξύλου και στερεώνονταν εκεί με τη μία άκρη του σκανδάλου, που έπαιρνε θέση οριζόντια και ήταν κατάλληλο μέρος να καθίσει το πουλί. Η θηλιά ανοίγονταν επάνω στο σκάνδαλο και κολλούσε στο άκρο αυτού με λίγο σάλιο.

Το σκάνδαλο με ελάχιστο βάρος, όταν δηλαδή πάταγε επάνω το πουλί, έφευγε από τη θέση του, άνοιγε η τεντωμένη βέργα και το πουλί πιάνονταν από τα πόδια με τη θηλιά, που έκλεινε αστραπιαία.
Εκτός από την ξύλινη βέργα, πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε την ατσάλινη βέργα της ομπρέλας και τοποθετούσαμε στο ένα άκρο της μια ξύλινη βέργα 10 -12 εκατοστά που είχε καρδιά μαλακή, και κάναμε εκεί την εγκάρσια τρύπα.
Όταν βγαίναμε για κυνήγι, αρματωνόμασταν, παίρναμε τις παγίδες τις κρεμούσαμε στους ώμους και τις στήναμε στα δένδρα, ή στα διάφορα παλούκια από φράχτες ή στα ψηλότερα κλαδιά των θαμνόδεντρων. Καταλαβαίναμε που σύχναζαν και που λημέριαζαν τα πουλιά, από τις κοτσουλιές που άφηναν και εκεί σ΄ αυτά τα μέρη στήναμε τις παγίδες.

Έτσι το πουλί (τσούπος) έβρισκε το ψηλότερο μέρος του κλαδιού, που ήταν τοποθετημένο το σκάνδαλο της παγίδας και ανυποψίαστο κάθονταν επάνω και παγιδεύονταν εκεί.
Εμείς τα παιδιά παρακολουθούσαμε από μακριά τις παγίδες μας και όταν βλέπαμε να πιάνετε κάποιο πουλί, τρέχαμε με χαρά να πάρουμε το θήραμα και να ξαναστήσουμε την παγίδα.
Κι έτσι ο καιρός περνούσε… και μεγαλώναμε… κυνηγώντας και εξερευνώντας τη ζωή!



Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Τα δέντρα της αυλής και του κήπου στο Βαλτινό

 Του Ευαγγέλου Σωτ. Στάθη Φιλολόγου

Τα δέντρα στάθηκαν απαραίτητος «σύντροφος» του ανθρώπου του χωριού. Σ αυτά εύρισκε στήριγμα στη ζωή του. Αποτελούσαν έναν από τους βασικότερους πόρους της αυτάρκειάς του και της οικονομικής του ζωής, γενικότερα. Κάτω από τη φυλλωσιά τους προστατεύονταν από τις καιρικές συνθήκες (χιόνι, βροχή, ζεστό ήλιο).

Το Βαλτινό μέχρι και ολόκληρη τη δεκαετία του ΄60 ήταν κατάφυτο από πολλά πυκνά και πλούσια δέντρα, τόσα πολλά, που τα σπίτια σχεδόν δε φαίνονταν. Πολλά δέντρα του λόγγου, της εξοχής και των αγρών γενικά (έτσι θα τα ονομάσουμε όσα δεν είναι καρποφόρα) γέμιζαν και στόλιζαν τις ρούγες, τους κήπους, τα περιβόλια και τα οικόπεδα του χωριού: πανύψηλες λεύκες και ασπρόλευκες, πλατύφυλλα πλατάνια, δέντροι και φτελιάδια και μελέια που με την πυκνή φυλλωσιά τους δημιουργούσαν μεγάλο και παχύ ίσκιο. Ιτιές, μοσχοϊτιές, ακακίες και φρουξυλιές με φρουξυλάντια σκόρπιζαν την ευωδιά τους σε όλο τον τόπο.

Εντύπωση δημιουργούσαν οι λεύκες, όχι οι ασπρόλευκες ούτε η καναδέζικες, αλλά τα καβάκια. Τα λέγανε και Λαζαρίνες, δεν ξέρω γιατί. Επειδή καλλιεργούνταν πάρα πολλές στο χωριό Λαζαρίνα; Επειδή ήταν όμορφες και λυγερές σαν τις Λαζαρίνες που τραγουδούσαν του Λαζάρου;

Λεύκες λοιπόν λυγερόκορμες και ίσιες σαν λαμπάδα έφταναν ως τον ουρανό, η μια δίπλα στην άλλη σαν έτοιμες για χορό. Λύγιζαν και προσκυνούσαν με τον δυνατό αέρα, αναδεύονταν, σάλευαν και φυλλούριζαν όταν δε φυσούσε. Τις φύτευαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου. Δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι ή οικόπεδο που να μην είχε λεύκες. Συνήθως της έβαζαν στα φρύδια των χαντακιών και γύρω γύρω στα οικόπεδα. Με τον τρόπο αυτόν έκανα μια πολύ όμορφη δεντροστοιχία. Όταν μεγάλωναν αρκετά, τις εκμεταλλεύονταν για τις ανάγκες του σπιτιού: τις έσχιζαν στην κορδέλα και τις έκαναν τσιμπίδια, πέταυρα, μαδέρια, κουφώματα, ό,τι τέλος πάντων είχε σχέση κυρίως με τα ξύλινα υλικά κατασκευής μιας οικοδομής, επίσης κάγκελα για τα μπαλκόνια των ψηλών σπιτιών. Εν πάσει περιπτώσει αυτά τα έβρισκε το αφεντικό με κείνον που είχε κορδέλα: πχ με τον Στέφανο Βερβέρα στο Βαλτινό και αργότερα με τον Γιάννη Δήμο και τον Λάζαρο Αγγελή, με τον Καραστέριο στον Βάλτο, με τον Ευθυμίου στο Δεντροχώρι.

Πολλές φορές κοντά στη ρίζα της λεύκας φύτευαν και κλίματα που έκαναν μεγάλα σταφύλια και βαριά, κοπανάρια ή κλουπανάρια. Ένα κοπανάρι σταφύλι μπορούσε να έφτανε και μια οκά. Οι ρώγες του ήταν ροδοκόκκινες και μεγάλες σαν τις χάντρες του μεγάλου κεχριμπαρένιου κομπολογιού που έπαιζε ο παππούς. Ήταν τραγανό, ζουμερό και νόστιμο σταφύλι. Ήταν και ανθεκτικό «Τύλιξέ το, για να μην το φαν οι σφήκες και τα κουρκουμπάνια, με ένα λεπτό και αραχνοΰφαντο ύφασμα από τσίπα ή μαντήλα ή τούλι, και άφησε το εκεί δεν παθαίνει τίποτε, θα το ’χς μέχρι το χειμώνα».

Άμα ο νοικοκύρης είχε πολλά, μπορούσε να βγάλει και τσίπουρο. Την άγουρη ρόγα (την αγρίδα) την έστιβε στα τσιμπήματα της σφήκας ή του ντάβανου και περνούσε (!) ή τη χρησιμοποιούσε ορισμένες φορές σε κάποια φαγητά αντί για λεμόνι ή ξύδι. Τίποτε δεν πετάει ο γεωργός. Δεν αφήνει να πάει χαμένο τίποτε.

Το κλίμα αυτό, άμα το άφηνες να απλώσει, έφτιαχνε μια μεγάλη κληματαριά πλούσια σε ίσκιο και σε παραγωγή σταφυλιών. Χρειάζονταν όμως και φούρκες και ξύλα αρκετά για να γίνει η κρεβατίνα, αλλά και αρκετή δουλειά. Έτσι η λεύκα έλυνε και αυτό το πρόβλημα.

Είναι περιττό να πούμε πόσο ειδυλλιακή ήταν η εικόνα που δημιουργούσε η λεύκα όλο το χρόνο. Αποτελούσε ιδανικό τόπο για φωλιά, για ξεκούραση ή για κούρνιασμα των πουλιών. Καρακάξες, καλιακούδια και τσιόνια (σπουργίτια) ήταν οι μόνιμοι επισκέπτες χειμώνα καλοκαίρι. Πολλές φορές στη λεύκα έφτιαχναν τη φωλιά τους και οι πελεκάνοι, άμα τους βόλευε το ύψος ή το σχήμα των κλωναριών. Πολλά άλλα πουλιά έβρισκαν λίγη ξεκούραση όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας: χουχουιάβες και γκιόνιδες, μπούφοι και δεκαοχτούρες.

Από δω και πέρα ας αφήσει μόνος του ο καθένας τη φαντασία του να καλπάσει, για να ιδεί πόσων ειδών τιτιβίσματα, κελαηδήματα, κραυγές και συναυλίες μπορούσε να ακούσει όλο το εικοσιτετράωρο. Τα χαράματα η δεκαοχτούρα, το πρωί κι όλη τη μέρα τα σπουργιτάκια, το απογευματάκι η καρακάξα. Η καρακάξα έκρουζε ωραία με τη στριγκιά, διαπεραστική φωνή της. Δυνατή ενοχλητική φωνή, αλλά κανένα δεν πείραζε. «Μπορεί να μας φέρει καμιά προξενιά ή κάνα χαμπέρι αύριο, από κάποιο ξενιτεμένο μας πρόσωπο». Έτσι έλεγαν οι παλιοί που μάντευαν ανάλογα από τα κραξίματα της καρακάξας.


επικοινωνιστε μαζι μας