Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Βασίλης Τσιτσάνης Αφιέρωμα 1

 Σήμερα είναι τα γενέθλια αλλά και η ημερομηνία του θανάτου του!



Ο Βασίλης Τσιτσάνης, πορευόμενος από τα μικρά του χρόνια χέρι - χέρι με τον λαό του μόχθου και μεγαλώνοντας στη συνοικία των Τρικάλων, όπου εγκαταστάθηκε ο ξεριζωμένος Ελληνισμός της Μ. Ασίας, έζησε από κοντά τον ιδρώτα του κόσμου αυτού και τραγούδησε τους καημούς και τα όνειρά του.



Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 21- Ιανουαρίου 1917 από Ηπειρώτες γονείς. Ο πατέρας του, που ήρθε από τα Γιάννενα στα Τρίκαλα το 1900 και ασχολήθηκε με το επάγγελμα του Τσαρουχά, στις ελεύθερες ώρες και στις διάφορες γιορτές έπαιζε, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, ένα παλιό μαντολίνο διάφορα κλέφτικα τραγούδια. Αυτό το μαντολίνο λοιπόν ένας οργανοποιός του μάκρυνε το χέρι και το μετέτρεψε σε μπουζούκι.
Την εποχή αυτή όμως το μπουζούκι ήταν παρεξηγημένο και απαγορευμένο όργανο και δεν επιτρέπονταν να το χρησιμοποιούν.



Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του ο Βασίλης Τσιτσάνης έπιασε στα χέρια του το μπουζούκι για πρώτη φορά σε ηλικία 12 χρονών και γοητεύτηκε. Από τότε έμελλε να συμπορευτεί μαζί του σ΄ όλη του τη ζωή. Έπαιζε ταχτικά και μελετούσε σχεδόν καθημερινά μόνος του. Σε λίγο καιρό το μπουζούκι κελαηδούσε στα δάκτυλά του.

Οι πρώτες εμφανίσεις γίνονται σε σχολικές γιορτές στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια κατά καιρούς στον κινηματογράφο «Πανελλήνιον».
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο ο Τσιτσάνης μένει άνεργος.
Η φτώχια τον αναγκάζει να μοιράζει τη νύχτα από σπίτι σε σπίτι την τοπική εφημερίδα «Αναγέννηση».

Όμως δεν το βάζει κάτω. Μελετάει και γράφει συνέχεια τραγούδια – όλο και νέα τραγούδια. Και με πρώτη ευκαιρία αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα.
Το 1936 κατεβαίνει στην Αθήνα να σπουδάσει στη Νομική Σχολή, έχοντας το όνειρο να γίνει δικηγόρος.

Για να βγάζει τα έξοδά του αρχίζει να εργάζεται σε διάφορα κέντρα ως οργανοπαίχτης. Σιγά - σιγά γνωρίζεται με μεγάλους συνθέτες οι οποίοι τον συστήνουνε στις δισκογραφικές εταιρίες και έρχονται οι πρώτες δισκογραφικές επιτυχίες.
Αυτό ήταν! Το φτωχόπαιδο που μέσα του έκρυβε ένα υπέρλαμπρο αστέρι πλημμύρισε με φως του το μουσικό στερέωμα και άρχισε να εκφράζει τους καημούς, τα βάσανα και τις ελπίδες όλων των Ελλήνων. Η Ελλάδα τραγουδούσε Τσιτσάνη κι εκείνος άρχισε ν΄ ανεβαίνει δυο - δυο τα σκαλιά της καλλιτεχνικής του πορείας μέχρι που να θρονιαστεί στην κορυφή της λαϊκής δημιουργίας.



Ο Τσιτσάνης πήρε το παράπονο, τον πόνο ενός ολόκληρου λαού και το έκανε τραγούδι. Έτσι δεν τραγούδησε τη χαρά της ζωής, αλλά τα βάσανα που ήταν και βάσανα του καθενός.
Τραγούδησε πάρα πολύ τη γυναίκα. Έγραψε τραγούδια για τον έρωτα και την αγάπη, για την μάνα, για τον πόνο, για τη φτώχια, για την εργατιά, για τη μετανάστευση, για την αδικία, για την κοινωνική ανισότητα, για την ειρήνη.
Έγραφε συνεχώς και δημιουργούσε αριστουργήματα μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε ακριβώς την ίδια ημερομηνία με τη γέννησή του 21 Ιανουαρίου 1984.

Τα τραγούδια του ακουμπάνε την ίδια την ψυχή του λαού μας, αφού ο μεγάλος δημιουργός μοιράζεται μαζί του τις χαρές και τις λύπες του.

Φαινόμενο λοιπόν καλλιτεχνικό που παρουσιάζεται μια φορά στα 100 χρόνια ο Τσιτσάνης, ήταν ιδιοφυΐα στο είδος του, αφού το έργο του άντεξε στο χρόνο και συγκινεί ακόμη και σήμερα.
Ο Τσιτσάνης δεν πρόσφερε μόνο διασκέδαση και ψυχαγωγία, δεν πρόσφερε μόνο παρηγοριά και ενθάρρυνση.
Με το έργο του αναδείχθηκε δάσκαλος αγωγής πολιτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας