Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Οι Αγροφύλακες - Δραγάτες



Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα τελευταία χρόνια σποραδικά, πότε καταργείται και πότε επανιδρύεται.
Το Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και ανήκει στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες τα αγροτικά αδικήματα.



Τα παλιότερα χρόνια, τα κατώτερα όργανα της Αγροφυλακής ήταν:
α) οι αγροφύλακες, που διορίζονταν από τους νομάρχες.
β) οι υδρονομείς, που ρύθμιζαν τα νερά για το πότισμα των χωραφιών και
γ) οι αρχιφύλακες, που διορίζονταν από το Υπουργείο σε περιοχές που υπήρχαν τουλάχιστον δέκα αγροφύλακες. Αυτοί έλεγχαν τη δουλειά των αγροφυλάκων.

Ανώτερα όργανα ήταν οι αγρονόμοι και υπαγρονόμοι.



Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού αδικήματος (αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ).
Παλιότερα όπου το πνευματικό επίπεδο των κατοίκων ήταν χαμηλό, υπήρχε συχνά το φαινόμενο της αντιδικίας των τσοπάνηδων με τους καλλιεργητές γιατί πολλές φορές γίνονταν ζημιές από τα κοπάδια στις καλλιέργειες.


Επίσης οι κλέφτες και οι ευκαιριακοί αρπαγείς δεν άφηναν σε ησυχία τους ανθρώπους των χωριών.
Εδώ το λόγο είχε ο αγροφύλακας και αφού το ξύλο έπεφτε βροχή ή συμβίβαζε τους αντιδικούντες ή υπέβαλε μηνήσεις.
Οι αγροφύλακες παλαιότερα είχαν δικαίωμα να οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.


Ο αγροφύλακας
Το επάγγελμα του αγροφύλακα είναι αρκετά δύσκολο, γιατί είναι υποχρεωμένος να γυρίζει όλη τη μέρα στα χωράφια και να ελέγχει να μη γίνονται αγροτικά αδικήματα. Δεν έχουν συγκεκριμένο ωράριο, πρωί, μεσημέρι, βράδυ είναι πάντα στο καθήκον.
Ο αγροφύλακας πρέπει να φοράει πάντα τη στολή του και να γυρίζει στην περιοχή ευθύνης του.
Η δουλειά του αγροφύλακα είναι δύσκολη και για έναν ακόμη λόγο. Επειδή συνεχώς ήταν υποχρεωμένοι να ελέγχουν και να τιμωρούν όσους κάνουν αδικήματα, βρισκόταν σε αντιδικία και φιλονικίες με αυτούς που δεν δεχόταν τα αδικήματα.



Εκτός από τον έλεγχο, προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, την περίοδο της Άνοιξης, έπαιρναν μαζί τους "μπόλια" και εμβολίαζαν τα άγρια δέντρα, που υπήρχαν στους αγρούς ή σε δρόμους. Ο αγροφύλακας ήταν ο φύλακας άγγελος της περιουσίας των αγροτών.


Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, τίνος ήταν το χωράφι, πόσα στρέμματα ήταν, τι καλλιέργεια είχε. Γι αυτό και ήταν αυτός που έδινε και επίσημες βεβαιώσεις σε αγρότες για να πάρουν κάποια βοηθήματα ή να συνταξιοδοτηθούν. Ακόμη έδιναν πληροφορίες και στους γεωπόνους για καλλιέργειες, στρεμματικές εκτάσεις κλπ. Είχαν το ελεύθερο να κινούνται με οποιοδήποτε μέσο, εφ' όσον ο δρόμος το επέτρεπε. Διαφορετικά κινούνταν με τα πόδια.




Ο Δραγάτης
Ο δραγάτης ήταν ένα είδος αγροφύλακα πριν την ίδρυση του σώματος Αγροφυλακής.
Όσο κι αν οι παλιοί άνθρωποι είχαν αυστηρότερα ήθη, πάντα υπήρχε ο φόβος της κλοπής. Επειδή όμως η φύλαξη ήταν ελλιπής οι κάτοικοι συμφωνούσαν μεταξύ τους και προσελάμβαναν ιδιωτικούς φύλακες. Το χρονικό διάστημα των καθηκόντων τους περιοριζόταν την περίοδο που υπήρχε καρποφορία. Τους χειμερινούς μήνες για παράδειγμα δεν υπήρχε φύλαξη. Αυτοί οι ιδιωτικοί φύλακες ήταν γνωστοί με το όνομα Δραγάτες. Οι Δραγάτες πληρωνόταν σε είδος. Για παράδειγμα κάθε νοικοκύρης πλήρωνε έναν τενεκέ σιτάρι ως ετήσια αμοιβή. Ανάλογη ήταν η αμοιβή και στα υπόλοιπα είδη παραγωγής.



Ήταν πάντα εποχιακός και σκοπός του ήταν η φύλαξη των αμπελιών την περίοδο της ωρίμανσης των σταφυλιών και μόνο.
Η πληρωμή του γινόταν από την κοινότητα ή τους κατοίκους αμπελιών. Σε διάφορα περίοπτα σημεία ο δραγάτης έστηνε τα παρατηρητήρια του, τις «δραγασιές» όπως τις έλεγαν, που ήταν συνήθως πάνω σε ψηλά δέντρα ή τις έστηνε ο ίδιος πάνω σε 4 ψηλές κολώνες από ξύλο για να έχει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής.



Οι Δραγάτες ήταν άτομα που έχαιραν γενικής εκτίμησης και αποδοχής. Γι αυτό και τους εμπιστευόταν τη φύλαξη των ιδιοκτησιών τους.
Βέβαια, η δουλειά του Δραγάτη δεν ήταν αποκλειστική. Τους υπόλοιπους μήνες είχαν κάποια άλλη δουλειά, συνήθως είχαν κάποια μερίδα γης ή λίγα ζώα.
Οι Δραγάτες ήταν επίσης ιδιωτικοί φύλακες των αμπελιών και των μποστανιών. Δεν υπήρχε ούτε μια σχεδόν ντόπια οικογένεια που να μην είχε το αμπέλι της, κυρίως για να εξασφαλίζει το χειμωνιάτικο κρασί. Τα μποστάνια ήταν χωράφια που καλλιεργούσαν καρπούζια και πεπόνια.


Ο Δραγάτης είχε φτιάξει ένα παρατηρητήριο στο πιο ψηλό σημείο της περιοχής κι από εκεί παρατηρούσε κάθε ύποπτη κίνηση. Η δουλειά του ήταν εποχιακή, δηλαδή μόνο την περίοδο που άρχιζε να ωριμάζει η παραγωγή (Ιούλιο-Αύγουστο). Η αμοιβή του ήταν κι αυτή σε είδος. Κάθε ιδιοκτήτης άφηνε από το χωράφι του ένας μέρος [τρία-τέσσερα κλήματα, ή πέντε-έξι ρίζες καρπούζια, ανάλογα με τη συμφωνία] χωρίς να τα μαζέψει κι αυτά ήταν η αμοιβή του. Το ρόλο του τον αναγνώριζαν και τον σέβονταν όλοι οι κάτοικοι. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει κάτι μπροστά στα μάτια του. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος ιδιαίτερα των νεαρών της εποχής που λόγω της ηλικίας τους δεν αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα των πράξεών τους.


Στο Βαλτινό διατελέσανε δραγάτες οι εξής:
Σκρέκας Βασίλειος (ο παππούς ο Σκρέκας)
Παζαράς Ιωάννης
Μπαντόλιας Σπύρος
Πέτρου Δημήτριος
Περιστέρης Στέφανος
Χρηστάκος Γιαννάκης
Βότσιος Αντώνιος
Ψαράς Δημήτριος
Καραστέργιος Ιωάννης
Καλαμαράς Παναγιώτης
Δημόσιοι αγροφύλακες διατέλεσαν οι:
Σκρέκας Θεόδωρος
Τσιγάρας Αντώνιος.
Καπέλας Ευάγγελος
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα λογοτεχνικού κειμένου στο οποίο γίνεται αναφορά σε "δραγάτη", φύλακα αμπελιών,


Ο τρύγος
Επιτέλους. Έφτασε η στιγμή που περίμενα τόσους μήνες. Στέκομαι μπροστά στο πατητήρι κι ακόμα δεν το πιστεύω! Ότι σε λίγο θα αρχίσει η γιορτή! Ήταν χειμώνας ακόμη, όταν με ξύπνησε ο πατέρας μου, χαράματα σχεδόν, πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος, για να πάμε στο αμπέλι. Είχε έρθει η ώρα να κλαδέψουμε. Να κόψουμε όσα κλαδιά ήταν άχρηστα και να κοντύνουμε τα υπόλοιπα. Να δείτε τον πατέρα μου την ώρα που κλάδευε. Με δυσκολία του έπαιρνες κουβέντα. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στη δουλειά του. Στεκόταν σκυφτός με τις ώρες. Και χρατς από δω! Και χρατς από κει. Κρατούσε τα εργαλεία στα χέρια του, το κλαδευτήρι για τα πιο λεπτά κλαδιά, ένα άλλο σαν πριονάκι για τα πιο χοντρά και έκοβε, έκοβε συνέχεια:


Τον βοήθησα κι εγώ λίγο. Αλλά πάντοτε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του. Όλο πρόσεχε και πρόσεχε έλεγε. Αντρέα, το νου σου σε αυτό Αντρέα. το νου σου σε εκείνο. Είσαι μικρός. Και μπορεί να κοπείς. Όλο έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Κι όλο έτσι λέει. Μόνο να βλέπω. Για να μαθαίνω.
Όταν τέλειωσε το κλάδεμα, άρχισε το σκάψιμο. Κι ήταν πολύ κουραστικό. Ο πατέρας μου πάλι τα ίδια. Εσύ δε θα σκάψεις. Ξέρω, ξέρω γιατί είμαι μικρός, θα σου δείξω όμως, όταν θα μεγαλώσω.
Το σκάψιμο ήθελε πολλά χέρια. Γι αυτό ο πατέρας ζήτησε βοήθεια. Ήρθε ο θείος ο Δήμος. Κι ο θείος ο Τάσος. Πήραν τις τσάπες και ξεκίνησαν.
Γκαπ! Γκουπ! Γκαπ! Γκουπ! Μια η τσάπα σηκωνόταν ψηλά, μια έμπαινε μέσα στη γη. Και το χώμα μαζευόταν σε σωρούς ανάμεσα στα κλήματα. Κι έτσι που ήταν μαζεμένο, το νερό της βροχής θα έφτανε πιο εύκολα στις ρίζες του αμπελιού. Και θα του έκανε πολύ καλό. Έτσι μου είπαν. Το Μάρτιο είχαμε άλλη δουλειά. Άντε πάλι πρωινό ξύπνημα. Κι ένα κρύο που έκανε! Πολύ κρύο. Μέχρι που πόνεσαν τα μαγουλά μου Αυτή τη φορά έπρεπε να ραντίσουμε.


Να ψεκάσουμε τα κλήματα με διάφορα Φάρμακα. Μετά το ψέκασμα ακολούθησε το βλαστολόγημα. Θα μου πείτε, άρχισα τα δύσκολα. Βλαστολόγημα, βλαστολόγημα, τι να είναι αυτό άραγε; Είναι το κόψιμο των άχρηστων κλαδιών. Πάλι μπήκε ο πατέρας ανάμεσα στα κλήματα; Αυτή τη φορά δε χρησιμοποίησε εργαλεία. Άρχισε να κόβει τα κλαδιά με τα χέρια του. Τα άχρηστα όπως είπαμε. Και τα έκοβε με μια ταχύτητα. Ε, τόσα χρόνια μέσα στο αμπέλι, βάζω στοίχημα ότι θα τα κατάφερνε και με κλειστά μάτια ακόμα.


Όταν μπήκε για τα καλά η άνοιξη, άρχισε ο σκάλος. Φόρεσα το “μάρτη”, Το βραχιολάκι με τις ασπροκόκκινες κλωστές βλέπετε ο μαρτιάτικος ο ήλιος είναι πολύ ζεστός και φοβήθηκα μη με κάψει - και ακολούθησα τον πατέρα. Μπροστά εκείνος, πίσω εγώ. Με το που φτάσαμε, ξεκίνησε αμέσως να σκαλίζει και να ξεχορταριάζει τα κλήματα. Κι είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ τα αγριόχορτα, που τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι τα γόνατα. Είναι καιρός τώρα που τα σταφύλια άρχισαν να ωριμάζουν. Από τότε κάποιος άρχισε να τριγυρνάει στο αμπέλι μας - Αυτός ό κάποιος ήταν ένας ψηλός άντρας με μακριά μουστάκια, ο κυρ-Παναγής. Όταν μιλούσαν για αυτόν στο χωριό, τον έλεγαν ο "δραγάτης". Κι ήταν τόσο άγρια η ματιά του. Αλλοίμονο σε όποιον πλησίαζε τα σταφύλια. Μα δεν πρόσεχε μόνο το δικό μας αμπέλι. Είχε φτιάξει την καλύβα του ψηλά, πάνω σε ένα δέντρο. Από εκεί αγνάντευε όλη την περιοχή. Και τη φυλούσε. Γιατί γύρω-γύρω έχει κι άλλα αμπέλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας