Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Στη γιορτή της Μητέρας.



Ημέρα της μητέρας σήμερα και γιορτάζουμε μια διαχρονική παρουσία αγάπης, φροντίδας και προσφοράς.
Με ένα ποίημα που είναι αφιερωμένο στην «μητέρα», τιμάμε τη γιορτή της, εκφράζοντας την αγάπη μας και την εκτίμησή μας.
Το παρακάτω ποίημα το είπε στη γιορτή της μητέρας το 1978, όταν ήταν στην Α΄ τάξη δημοτικού σχολείου, η συχωριανή μας Κατερίνα Τσιγάρα.


Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ

«Φεύγω μανούλα μου χρυσή με τ` άλλα παλικάρια»
είπε ο νιος ένα πρωί αδίστακτα, καθάρια.
Φεύγω να πάω στην ξενιτιά, χρήματα να μαζέψω
και στο νησί μας τ` όμορφο πάλι να επιστρέψω.

Εκεί θα κάνω θησαυρό κι όταν ξαναγυρίσω
στην γιορτινή σου την ποδιά μάνα θα τον σκορπίσω.
Φεύγω το αποφάσισα και δος` μου την ευχή σου
ο σύντομος μου γυρισμός να` ναι η προσευχή σου.

Φιλεί το χέρι το στεγνό της μάνας του, - κι εκείνη
με δάκρυα στα μάτια της φιλιά κι ευχές του δίνει.
Μάτι δεν έμεινε στεγνό τη μαύρη κείνη ώρα
Του χωρισμού και της φυγής στη μακρινή τη χώρα.

Πέρασαν δύσκολοι καιροί γοργά κυλούν οι χρόνοι
πόσες λαχτάρες και καημοί και στεναγμοί και πόνοι.
Εκεί μακριά στην ξενιτιά δουλειά σκληρή και χρήμα
εδώ στο σπίτι μοναξιά και γερατειά – τι κρίμα!

Το όνειρο επαλήθεψε κι ο γιος αποφασίζει
κρατεί το θησαυρό γερά και στο νησί γυρίζει.
Φτάνει κι αποβιβάζεται στο γραφικό λιμάνι
σκύβει φιλεί το χώμα του και το σταυρό του κάνει.

Ρίχνει τριγύρω τη ματιά στο πλήθος φευγαλέα
Πώς άλλαξαν τα πράγματα πώς φαίνονται όλα νέα?
Και προχωρεί κι αναζητεί εκείνη που αφήκε
μα η ματιά του άστοχη μάταια δεν την εβρήκε!

Αναρωτιέται ανήσυχος στον άνω δρόμο βγαίνει
την ώρα εκείνη ο κώδωνας της εκκλησιάς σημαίνει
Στρέφει τα μάτια του κι εκεί τι σύμπτωση, χτυπούσε
και τότε που θα έφευγε και τώρα που γυρνούσε.

Ο χτύπος του είναι βραδύς με διακοπές και μοιάζει
πένθιμος τόνος θλιβερός μα προχωρεί, κοιτάζει.
Κόσμος πολύς συνόδευαν ένα νεκρό – τι κρίμα!
μαύρος καημός του χωρισμού του έσκαβε το βήμα.

Πριν τον ιδούν τα μάτια του τη γνώρισε η καρδιά του
σταθείτε βγάζει μια φωνή και πνίγεται η λαλιά του
Σταθείτε να την ασπαστώ φωνάζει και με βήμα
που το λυγά ο στεναγμός και το χτυπά το κύμα.

Του πόνου και της συμφοράς βαθιά συντετριμμένος
στρέφεται πάνω στο νεκρό που στέκει κρατημένος.
Οι συνοδοί περίλυποι που στέκονται εμπρός της
όλοι τον αναγνώρισαν και είπανε : ο γιος της!
 
Την αγκαλιάζει , τη φιλεί συγχώρεση ζητώντας
και κλαίει απαρηγόρητος το θησαυρό κρατώντας.
«Μανούλα μου συγχώρα με όσο φτωχός κι αν ζούσα
η μάνα είναι ο θησαυρός κι αλλού τον εζητούσα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας