Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

«Λεξικό» το δεύτερο βιβλίο του κ. Ευάγγελου Στάθη



Ύστερα από το αξιόλογο δίτομο βιβλίο του, με τίτλο «Το Βαλτινό» ο συγχωριανός μας Ευάγγελος Στάθης (Φιλόλογος), ολοκληρώνει αυτόν τον καιρό το δεύτερο έργο του (πόνημα) που αφορά στον τόπο μας.
Πρόκειται για ένα λεξικό της σύγχρονης Τρικαλινής και Θεσσαλικής, διαλέκτου, που σύντομα θα εκδοθεί.
Είναι μια χρονοβόρα, επίπονη και δύσκολη, εργασία, γιατί όπως λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή του, «δεν υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (συμπληρώνεται ακόμα από την Ακαδημία Αθηνών), ώστε να παρέχει μια επιλογή κάποιου έτοιμου και επιστημονικά έγκυρου υλικού.
Παρά τις μεγάλες όμως δυσκολίες που παρουσιάζει η εργασία αυτή, δε θα μπορούσε να αναβληθεί, γιατί αποτελεί ανάγκη κυρίως ενός κοινού που μίλησε και βίωσε τον λεξικό αυτόν πλούτο, τον λεξικολογικόν αυτόν θησαυρό της σύγχρονης τοπικής διαλέκτου. Αλλά και οι νεότεροι που ενδιαφέρονται να έχουν μια στοιχειώδη εξοικείωση με τις λέξεις αυτές, καθώς και η φιλομάθεια του μεγάλου μορφωμένου ελληνικού κοινού για την πληρέστερη σπουδή της νέας μας γλώσσας επιβάλλουν τη σύνταξη ενός τέτοιου λεξικού.



Η εργασία αυτή, συνεχίζει ο κ. Ευάγγελος Στάθης, έγινε στις εξής βάσεις.
Το λεκτικό υλικό, γλωσσολαογραφικό κυρίως, αποτελεί βιωματική εμπειρία από την επικοινωνία με τους κατοίκους του χωριού μου. Γι’ αυτό φρόντισα να το καταγράψω αυθεντικό, έτσι όπως το άντλησα από τις ανεξάντλητες πηγές των παππούδων και γιαγιάδων, γέρων και γριών, όλων, μικρών και μεγάλων• η ζωή μέσα στη φύση από την άλλη, το δημοτικό τραγούδι, το παραμύθι, οι μύθοι, οι παροιμίες τροφοδότησαν τα παραδείγματα που παρατίθενται• επίσης η επαφή και η επικοινωνία με τις σπουδές μου πρώτα και με τη διδασκαλία αργότερα με βοήθησαν στη γνωριμία με την ελληνική γλώσσα, τις διαλέκτους και τα ιδιώματα αυτής. Σκοπός μας ήταν η διάσωση αυτού του διαλεκτικού και ιδιωματικού υλικού που χάθηκε ή κινδυνεύει να χαθεί μέσα στη δίνη της ξενογλωσσίας, της γλώσσας της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Οι νέοι και οι νεώτεροι άρχισαν να μην τις χρησιμοποιούν πια, φοβούμενοι μη χαρακτηριστούν χωριάτες, βλάχοι ή καραγκούνηδες. Γι’ αυτό αξίζει να καταγραφούν, έτσι, για να αποτελέσουν μια μικρή κιβωτό, μια μικρή τράπεζα αυτού του θησαυρού.
Αυτοί και πολλοί άλλοι λόγοι μας παρακίνησαν στην έκδοση τούτου του πονήματος».
Εμείς, παρουσιάζουμε παρακάτω ένα ελάχιστο δείγμα της εργασίας του κ. Ε. Στάθη και αναμένομε την έκδοση με ανυπομονησία :
α
α επιφώνημα 1) αντί προστακτικής: α στο καλό – α να χαθείς 2) επιφώνημα χαράς και θαυμασμού: α νάτος! – α τι καλά! 3) αντί του άντε ή του άι: α γληγορότερα – α παίξ’ τα χέργια σ’ λίγου 4) απάντηση σε κλητική προσφώνηση: μάνα, ώ μάνα – α, γιέ μ’ 5) προθετικό: απαλάμη, αμασκάλη, αχιλώνα, αβρόχι, αλάθους, αλάνταβους, απίστουμα, αψήλουμα, αλαθεύου, ακαλνάου, αμπουλιάζου, απιρνάου κ.λ.π.


αβάντα η θηλ. ουσ. 1) εμπρός: αβάντα, Γιάννη! 2) υποστήριξη, βοήθεια: έχει μιγάλη αβάντα αυτός 3) όφελος, κέρδος (από δω και η λέξη αβανταδόρος).



αβαρία η θηλ. ουσ. υποχώρηση, συγκατάβαση: ας κάνου’γω την αβαρία να πάρς ισύ του πλειότιρου 2) ζημιά, βλάβη: έπαθι μιγάλη αβαρία, πάει ούλου του βγιό τ’


αβάρτους επίθ. η αβάρτους η αβάρτην τ’αβάρτου: 1) ο δραστήριος, ο ενεργητικός, που δε βαριέται: δλεύει απ’ του προυΐ ως του βράδι, ντίπ αβάρτους είνι 2) ο συμπαθητικός, αυτός που δεν τον βαριέσαι 3) στη φράση τό’χου αβάρτου ακόμα τ’αμπέλι (= δεν το ράντισα ακόμα)
β


βίντσιου του ουδ. ουσ. το βίντσι, το βαρούλκο: ντιπ δε γκουνιώτι (κουνιέται), μι του βίντσιου τουν σκώντς (σηκώνεις) να πααίνει για δλεια


βιρβέρα η θηλ. ουσ. φοβέρα: ούλου μι τη βιρβέρα τό’χει του κούτσικου• μη του ένα μη του άλλου


βιρβιρίζου ρ. μεταβ. αόρ. βιρβέρξα• φοβερίζω, τρομάζω κάποιον: σαν τουν βάζει κάτ’, τουν βιρβέρξι στου ξύλου


βιρβιρίτσα η θηλ.ουσ. η βερβερίτσα, ο σκίουρος


βιργιάνι απαντάει η λέξη ως επίρρημα• πέρα πέρα, ορθάνοιχτα: βιργιάνι η πόρτα – σαν κουπανάει καταή (πέφτει κάτω), δε φουρούσι κι βρακί, βιργιάνι ούλα όξου, κι η κώλους τς κι…
ζ

ζμπρώχνου βλ. λ. αζμπρώχνου


ζμώνου ρ. μεταβ. αόρ. ζύμουσα ζυμώνω


ζνάρι του ουδ. ουσ. πληθ. τα ζνάργια 1) το ζουνάρι, η ζώνη: έλαμπι του ζνάρι τς νύφη απ’ τα χρυσά κι απ’ τ’ασήμνια 2) μονάδα ύψους κατά προσέγγιση: ως του ζνάρι τουν έφτανι του νιρό στου πουτάμι – ένα ζνάρι χιόνι έριξι όξου 3) μωρέ, ιφτά ζνάργια βαρεί αυτό (για κάποιο χαρακτηριστικό που κληρονομιέται από πολλές γενιές πριν)


ζντάγκας η αρσ. ουσ. λέγεται για άνθρωπο αγνό, άκακο, άδολο, απονήρευτο, ανυποψίαστο: ικείνους τουν κουρόιδευι κι τούτους τουν κοιτούσι μι στόμα ανοιχτό σαν ζντάγκας – μι δανείσκι λιφτά κι μι τά’φαγι, κι ’γω η ζντάγκας δεν τα ζήτσα πίσου ( ζήτσα)


ζντάει ρ. μεταβ. παρατ. ζντούσα, αόρ. ζήτσα• ζητάω• λέγεται μόνο για φοράδα και γαϊδούρα• ζητάω σεξουαλική ικανοποίηση• σπάνια και ειρωνικά λέγεται για γυναίκα
κ

κουρκουμπάνι του ουσ. πληθ. τα κουρκουμπάνια• ο ντάβανος, μεγάλη μύγα με ηχηρό βούισμα• μοιάζει πολύ με τη σφήκα• το κεντρί του είναι δηλητηριώδες και το τσίμπημά του είναι οδηνηρό. Του αρέσουν πολύ τα σταφύλια: παν τα σταφύλια φέτου, τά’φαγαν τα κουρκουμπάνια


κουρκουσούλτς η αρσ. ουσ. ο κουσκουσούλης, αυτός που του αρέσει το κους κους, ο κουτσομπόλης


κουρκούτας η αρσ. ουσ. αυτός που το μυαλό του έχει κουρκουτιάσει, που έχει αποβλακωθεί: άσ’ τουν, μωρέ, κι αυτόν τουν κουρκούτα,’π’ δεν ξέρει τι λεει


κουρκούτη η θηλ. ουσ. το κουρκούτι, ο γνωστός χυλός από αλεύρι: σήμιρα έχουμι κιφτέδις μι κουρκούτη (νόστιμο και θρεπτικό φαγητό)• μεταφ. το πολύ ώριμο, το παραγινωμένο φρούτο: δεν κάνει του πιπόνι , ντιπ κουρκούτη γίνκι


κουρκουτχιάζου ρ. αμετάβ. αόρ. κορκούτχιασα 1) αποβλακώνομαι, τά’χω χαμένα: τι να έκανα κι γω, αφού του μνιαλό μ’ είχι κουρκουτχιάσει ντιπ 2) στη φράση κουρκούτχιασαν τα φασούλια στουν τέντζερη (παραέβρασαν, χύλωσαν)


κουρκουφέξαλα τα ουδ. ουσ. τα κουραφέξαλα• ανόητα λόγια, ανοησίες: τώρα, τα κουρκουφέξαλα τα θκα σ’ θ’ακούμι;
τ

τραγασιά η θηλ. ουσ. η δραγασιά• πρόχειρη ξύλινη καλυβούλα που στήνει ο δραγάτης πάνω σε τουφωτό δέντρο ανάμεσα στα κλαδιά ως σκοπιά, ως παρατηρητήριο, για να παρακολουθεί από κει την κίνηση ανθρώπων και ζώων


τράιου του ουδ. ουσ. 1) χοντρό ύφασμα αργαλίσιο από μαλλί τραγίσιο, στρωσίδι 2) αδρύ, σκληρό (για ποτό): είνι λίγου τράιου του τσίπουρου


τρακάδα η θηλ. ουσ. στοίβα, σωρός από ξύλα, συνήθως ξερά για καυσόξυλα, ή χλωρά για διάφορες πρόχειρες χρήσεις


τράμπα η θηλ. ουσ. η ανταλλαγή πραγμάτων ή ζώων: έκανα τράμπα μι τουν μπράικου (γύφτο)• τουν έδουσα δυο γουμαρούλια κι μ’ έδουσι μια φουράδα


τραμπάλα η θηλ. ουσ. 1) είδος παιδικής κούνιας 2) ως επίρρ. κούνημα, ταλάντωση πέρα δώθε: τραμπάλα του πααίνει του χέρι, τό ’σπασι στου πιχνίδι – τραμπάλα πάιναν τα σπίτχια μι του σεισμό – τραμπάλα του κάρου, του φουρτουμένου διμάτχια ως απάν’


τρανεύου ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. τράνιψα 1) κάνω κάποιον τρανό, τον μεγαλώνω: τράνιψα έξι πιδγιά ιγώ ’π μι γλεπς έτσι 2) αμετ. μεγαλώνω: πότι τράνιψι κιόλα του πιδί; 3) μέσ. τρανεύουμι τρανεύκα τρανιμένους• γίνομαι τρανός: του πιδί αυτό είνι τρανιμένου στα χέργια μ’ 4) περηφανεύομαι, παινεύομαι: δεν τρανεύκι πουτέ που καλουπάντριψι τα κουρίτσια τς


τρανουφέρνου ρ. μεγαλοφέρνω, τρανεύουμι (βλ.λ.)
χ

χαλεύου ρ. μεταβ. παρατ. χάλιβα αόρ. χάλιψα 1) χαλεύω, ζητώ, ψάχνω, γυρεύω: πάει στη γειτόντσα να χαλέψου λίγου αλεύρι για ζύμωμα – αλλού του χάλιβα κι αλλού του βρήκα – κι συ πάλι, τι χάλιβις ικεί απ’ δε σι σπέρνουν; – μι χάλιψι να μι δει, μι πόνισι γλεπς 2) αποπειρώμαι, τολμώ: μι μίλτσι (μίλησε) άσκημα• χάλιψα να τουν που κι ’γω βαρές κουβένιις, αλλά άντι λέει πάλι…3) ζητιανεύω: έτσι πώς κατάντσι (κατάντησε), σι λίγου θα βγει τς δρόμοι να χαλέψει


χαλιάρς επίθ. η χαλιάρς η χαλιάρα του χαλιάρκου• αυτός που τον έχει πιάσει το χάλι, ο πολύ οργισμένος και θυμωμένος


χαλιόμι ρ. στεναχωριέμαι: έχει κουρίτσια για παντρειά κι δε χάλιότι ντιπ, κάθιτι αχάλαγην ούλη τη μερούλα


χαλίπουμα του ουδ. ουσ. σουρούπωμα, νύχτωμα, η ώρα που νυχτώνει


χαλιπώνει ρ. αμετ. στο γ΄εν. πρόσ. αόρ. χαλίπουσι• αρχίζει να σουρουπώνει, να νυχτώνει: πω πω! χαλίπουσι όξου κι’γω δε μαέριψα ακόμα για δείπνου ( βραδινό φαγητό) – μην έρχισι τώρα, έλα αργότιρα, χαλιπώνουντα(ς)


βιλιντζί του ουσ. ουδ. πληθ. τα βιλιντζιά• τα σκεπάσματα από βιλέντζα, τα χοντρά κλινοσκεπάσματα: άντι, πέρασει η ώρα, φέρ’ τα βιλιντζιά να πλαεάσουμι (να κοιμηθούμε)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας