Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Μιλάει ένας στρατιώτης του Α΄ παγκοσμίου πολέμου


Παρουσιάζουμε παρακάτω μια αφήγηση, του αείμνηστου Γιώργου Σταμούλη, από το βιβλίο «Θεσσαλία 1881 – 1981. Εκατό χρόνια ζωή» της Μαρούλας Κλιάφα.
Ο Γιώργος Σταμούλης του Στεφάνου και της Σταμούλως, γεννήθηκε το 1894 στο Βαλτινό και πέθανε το 1982


Ήμουνα κληρωτός το ΄14. Υπηρετούσα στις Σέρρες.
Άμα τσακατίστηκε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με τον Βενιζέλο μας λένε οι αξιωματικοί μας: «θα πάμε στην Καβάλα». Ξεκινήσαμε για την Καβάλα με τα πόδια. Οι Εγγλέζοι μας βαρούσαν από πάνω με τ΄ αεροπλάνα. Τάχα δεν ήξεραν πως ήμασταν ελληνικός στρατός.
Τρεις μέρες κάναμε να φτάσουμε στην Καβάλα. Νηστεία. Τρεις μέρες τρώγαμε γαλέτα.
Από κοντά μας λεν: «Θα πάμε στη Δράμα». Ξεκινήσαμε πάλι, νηστικοί και κακορίζικοι.
Άμα φτάσαμε εκεί βράσαν φασούλια και μας δώσαν. Ένα καζάνι μεγάλο ήταν. Θυμάμαι ένα στρατιώτη από τη Τσιάρα, Μπούγλα τονε λέγαν, έφαγε πολλά φασούλια κι έσκασε για σημάδι. Πέθανε.


Εκεί στη Δράμα συνεννοένται αυτοί οι μεγάλοι, τα κέρατα οι αξιωματικοί και μας λεν: «Τώρα, παιδιά, θα φύγουμε δια μέσου Κορυτσάς».
Μας βάλαν αποστολές αποστολές στην αμαξοστοιχία κι ύστερα από μεγάλο ταξίδι βρεθήκαμε στη Γερμανία.
«Εδώ, παιδιά, μας λεν, θα περάσουμε καλά» και μας έδωσαν να φάμε. Φάγαμε μακαρόνια. Ψωμί ντιπ. Άμα φάγαμε μας λέν οι αξιωματικοί: «Τώρα παιδιά, θα πάμε με βήμα στην πόλη. Ο ελληνικός στρατός είναι περήφανος». Μας είπαν τέτοια πολλά και μας βάλαν στο φιλότιμο.
Μπήκαμε στη γραμμή, μπροστά μουζικές και ίσα στην πόλη Γκαίρλιτς τη λέγαν.
Εκεί βρήκαμε κι άλλους στρατιώτες. Είχαν έρθει μπροστύτερα μ΄άλλη αποστολή.
«Τι γένεται εδώ, μωρέ παιδιά;» ρωτάμε. «Σφίχτε την κοιλιά σας μ΄ένα λουρί, μας λέν, για να βαστάξ΄τι».


Εμείς αρχίσαμε να φωνάζουμε τότε στους αξιωματικούς μας. «Τι μας φέρατε εδώ;» «Σωπάτε, μας λέγαν, θα μας δώσουν οι Γερμανοί να να φάμε».

Μας δώσαν μια κουραμάνα, πλιθί ήταν. Οι Γερμανοί δεν μας χώνευαν. «Εδώ δεν έχουμε να φάμε εμείς, λέγαν, ήρθατε και σεις…».
Δυόμισι χρόνια μείναμε στη Γερμανία. Βλέπεις οι αξιωματικοί σκιάζονταν το Βενιζέλο και δε γύριζαν πίσω στην Ελλάδα.
Εμείς με τα πολλά κάναμε στάση. «Πεθαίνουμε από την πείνα, λέμε. Τι χαλέβουμε εμείς στη Γερμανία;»
Μας απόλυσαν όξω να δουλεύουμε.
Εγώ έπιασα δουλειά σ΄ένα εργοστάσιο, τότε το κτίζαν. Μ΄ έριξαν στα χαντάκια να περνάω τα ρούλια, τα κιούγκια απού λέμε εμείς. Έπαιρνα δέκα μάρκα τη μέρα. Έξι μήνες έκατσα εκεί.
Ύστερα, μια μέρα, μάθαμε πως οι αξιωματικοί μας κάναν πάλι χαρτιά με τσι Γερμανοί για να παραμείνει το στράτευμα.
Άμα το μάθαμε αυτό ξεσηκωθήκαμε. Θέλαμε να γυρίσουμε.
Παίρνουν χαμπέρι οι υπαξιωματικοί τι γίνεται και λεν: «Παιδιά, θα σπάσουμε τις αποθήκες να πάρουμε ρούχα και τροφίματα και να φύγουμε».
Μαζευόμαστε, σπάζουμε την αποθήκη, οι Γερμανοί μας είδαν αλλά δεν κουνήθηκαν.
Πήραμε ότι ήταν να πάρουμε και κόβουμε πέρα. Με τα πόδια πάλι. Πηγαίναμε παρέες παρέες.
Βρήκαμε έναν Γερμανό, τον πληρώσαμε και μας οδήγησε σ΄ ένα σταθμό. Δεν ξέραμε που βρισκόμασταν, μα εγώ λέω πως θα ήμασταν στην Αυστρία. Ο σταθμός ήταν κάργα Έλληνες στρατιώτες.
«Βγάλτε εισιτήριο» μας λένε. Πληρώσαμε πενήντα μάρκα για το εισιτήριο.
Άμα ήρθε το τρένο κι ο επικεφαλής έμαθε πως βγάλαμε εισιτήριο, «ανατροπή» λέει.
«Αιχμάλωτοι άνθρωποι να πληρώσουν εισιτήριο». Μας έδωσαν πίσω τα λεφτά.
Το τρένο αυτό μας έβγαλε στη Ρουμανία. «Παιδιά, πάτε μια βόλτα, μας λεν κι ελάτε πίσω». Μας βάζουν ύστερα σ΄ ένα καράβι και φτάσαμε σ΄ ένα μέρος που τ΄ αστόχησα τώρα πως το λέγαν. Έπειτα πάλι δρόμο με τα πόδια και φτάσαμε στη Βάρνα, στη Βουλγαρία.
Εκεί στη Βάρνα ήταν Άγγλοι. Μας λέει ένας Έλληνας επιλοχίας. «Παιδιά, να κατεβείτε στην παραλία, θα ΄ρθει ένας τρανός στρατηγός να τον υποδεχθούμε».
Γρήγορα, γρήγορα εμείς αλλάζουμε, φτιάχνουμε κι έναν τσολιά, ο ένας του δάνεισε τσαρούχια ο άλλος το φέσι, άμα ντύθηκε ο τσολιάς, τον βάζουμε μπροστά, φτιάχνουμε και μια σημαία και πάμε. Πήγαμε κατά τετράδες.
Εκεί ήταν Άγγλοι, Γάλλοι, Βούλγαροι. Ήταν και μαθήτριες. Μόλις είδαν τον Άγγλο στρατηγό τον πήραν στο τραγούδι. Μόλις πέρασε μπροστά μας ο στρατηγός: Χραπ! Εμείς τον χαιρετάμε. Ευχαριστήθηκε αυτός.
Μόλις έφυγε ο στρατηγός, οι Βούλγαροι χύθηκαν απάνω μας να μας πάρουν τη σημαία. Επάνω τους και μείς. Όπλα δεν είχαμε. Βαρούσαμε με τα χέρια. Έγινε χαμός.


Σκορπίσαμε σαδώ, σακεί. Οι Βούλγαροι ξέραν ελληνικά, άκουγαν ότι λέγαμε και μας κυνηγούσαν. Εμείς αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε μαχαίρια και τους καρφώναμε μ΄ αυτά. Γινόταν μακελειό κάθε μέρα. Οι Άγγλοι, το ιππικό, μας βλέπαν και γελούσαν. Κάναν γούστο με τα χάλια μας.
Κάθε μέρα κατεβαίναμε στην παραλία μπας και βρούμε καράβι να φύγουμε. Ερχόταν καράβια, ξεφόρτωναν, έφευγαν, εμείς οι φουκαράδες εκεί.
Στα τελευταία μας πήραν. Άντε, σώθηκαν οι αμαρτίες μας, είπαμε. Πα πού.
Βγήκαμε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζεύτηκε κόσμος. Ρωτούσαν για τα παιδιά τους. Έλληνες ήταν.
Ήρθαν γιατροί, μας εξέτασαν κι ύστερα μας μπαρκάρουν σ΄ ένα καράβι και μας πάνε στην Κρήτη, στο Ηράκλειο. Μας είχαν για βασιλικούς βλέπεις.
Εκεί χορτάσαμε. Φάγαμε. Το μάρκο μας το περνούσαν έξι δεκάρες.
Έξη μήνες μας είχαν στην Κρήτη. Ύστερα μας δώσαν ένα μήνα άδεια να πάμε στα σπίτια μας.


Ήρθα στο Βαλτσινό. Πέρασαν οι μέρες, έληξε η άδεια μα εμείς κρυβόμασταν. Είχαμε μπιζερίσει να ΄μαστε στρατιώτες.
Τότες πλάκωσαν οι Κρητικοί και για να μας αναγκάσουν να βγούμε πιάσαν τις οικογένειές μας. Τάχαμ΄ πως ήμασταν βασιλικοί. Εγώ δεν ήμουνα βασιλικός, ούτε ήξερα από τέτοια, αν κρυβόμουνα ήτανε γιατί φοβόμουνα το ξύλο.
Με τα πολλά βγήκαμε. Μόλις μας βλέπουν οι Κρητικοί άρχισαν να φωνάζουν. «Είσαστε λιποτάχτες». Φόβο εμείς. Σκιαζόμασταν μπας και μας δείρουν. Όμως μπήκε στη μέση ένας αξιωματικός, Δασκαλόπουλο τονε λέγαν. Μόλις μας είδε. «Καλώς τα παιδιά» μας λέει και μας κέρασε τσιγάρο. Ύστερα περάσαμε κι απ΄ το χωριό Πουλιάνα, μάζεψαν και τους άλλους στρατιώτες και φύγαμε.
Μας πήγαν στις Σέρρες. Χρόνια ολόκληρα ήμουνα στρατιώτης.
Αφού άμα με ρωτούσαν «τι δουλειά κάνεις;» απαντούσα «Στρατιώτης». Είχα ξεχάσει πως ήμουνα αγρότης.

Γεώργιος Σταμούλης από το χωριό Βαλτινό Τρικάλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας