Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΑΔΑΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λεν’ στα παραμύθια
τον παλιό καλό καιρό, ίσως να 'ναι και αλήθεια!

Ήτανε τρεις αδελφές πού 'χαν λάμψη κι ομορφάδα
και στον κάμπο ζούσανε στην εύφορη πεδιάδα

Ήτανε τρεις Νηρηίδες και συχνά τα μεσημέρια
Στήναν’ γλέντια με κρασί και βιολιά στα Μαυρονέρια.

Τραγουδούσαν τις νυχτιές και χορεύαν’ στα Βαζούρια
στη ποταμιά ερωτεύονταν κλουριάζονταν στα Κλούρια.
 
Στη Μυρμηγκιάρα και οι τρεις, ψυχή, καρδιά και σώμα
έκοβαν έπλαθαν πλιθιά με λάσπη και με χώμα.

Προικισμένες μ' αρετές, καλοσύνη, φρονιμάδα
μα ήταν όμως ξακουστές στο θυμό και στην αγριάδα.


Τη μια την λέγαν’ Σαλαμπριά, υγρά τα αισθήματά της
πλημμύριζε και σκέπαζε με δάκρυα τα όνειρά της.

Ξανθομαλλούσα η Σαλαμπριά στα κάτασπρα ντυμένη
πότε γελούσε με χαρά, πότε ήταν λυπημένη.

Σαν θύμωνε καμιά φορά φούσκωνε τα νερά της
κι αλίμονο ότι τύχαινε να βρίσκεται μπροστά της.

Πλημμύριζε και με ορμή κατέστρεφε τους κόπους
σάρωνε σπίτια και φυτά και έπνιγε ανθρώπους.

Μα όταν μετά γαλήνευε σκορπούσε τ' αγαθά της
ψάρια, ξυλεία, βότσαλα, άμμο απ' τα σωθικά της.

κι από τα γάργαρα νερά ποτίζονταν η πλάση
κι έκανε κάθε άνθρωπο φτωχό να ξεδιψάσει.


Την άλλη την φωνάζανε, όλοι οι λεβέντες, Τσιάρα
ήτανε νύμφη όμορφη πλανεύτρα κι ερωτιάρα.

Η Τσιάρα ήταν καστανή, Σαββατογεννημένη,
με τα γλυκά παιχνίδια της, στον έρωτα ταγμένη.

Ήτανε μεγαλόψυχη με ευαίσθητη καρδούλα
σκληρή όταν χρειάζονταν, αφέντρα μα και δούλα.

Έτσι λοιπόν σαν θύμωνε λάσπωνε και κολλούσε
με τις βροχές φοβέριζε με χιόνια απειλούσε.

Πολλές φορές φερότανε με σκέρτσο και με νάζι,
αντάριαζε με κουρνιαχτό έριχνε και χαλάζι.

Μα όταν κι αυτή γαλήνευε χάριζε τα καλά της
έδινε βλάστηση στη γη και στα γεννήματά της.

κάρπιζαν δένδρα φύτρωναν, κι οργίαζαν οι τόποι
και με την άφθονη σοδειά αμείβονταν οι κόποι.


Την τρίτη την καλύτερη την λέγανε Φωτάδα
είχε στο βλέμμα της φωτιά στα μάτια εξυπνάδα.

Αιθέρια, εφηβική μορφή και λυγερή η Φωτάδα
Μαυρομαλλούσα, αγέρωχη σαν την αρχαία Ελλάδα.

Όμως κι αυτή παίδευε, κι αυτή ταλαιπωρούσε
όποιος τη πλάτη γύριζε, όποιος την αγνοούσε.

Σκόρπιζε φόβο, αμυαλιά και τύφλωνε τα μάτια
και αντί για ρόδα έριχνε στο δρόμο τους αγκάθια.

Μα στις καλές της χάριζε αξίες κι επιδόσεις
τα φώτα του πολιτισμού, τα γράμματα, τις γνώσεις.

Την προκοπή, την μόρφωση σ' αυτούς που προσπαθούσαν
και τη ζωή ανύψωναν και εμπρός την οδηγούσαν.

έδινε απλόχερα αγαθά, πρόοδο, επιτυχία
κι όλοι μπροστά βαδίζανε γεμάτοι ευτυχία.


Τρεις νύμφες λυγερόκορμες γράψαν’ την ιστορία
και των υδάτων το χωριό χαράξαν’ την πορεία.

Η Σαλαμπριά που φούσκωνε, η Τσιάρα η καρποφόρα
και η Φωτάδα που έδινε του πνεύματος τα δώρα.

Με το Νερό, τον Έρωτα, το Φως και την Ικμάδα
είναι κτισμένο ένα χωριό στην εύφορη πεδιάδα,

κάπου στον κάμπο βρίσκεται φωτίζει σαν τη δάδα,
ένα χωριό πανέμορφο που λέγεται Φωτάδα.

επικοινωνιστε μαζι μας