Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, παλιά, πολύ παλιά, στο Βαλτινό...
Μια μέρα κάτι διαφορετικό και παράξενο συνέβη.
Από μια ρίζα του πλατάνου ξεπετάχτηκε, άξαφνα, ένα πράσινο κλαδάκι με δυο φύλλα που σημάδευαν τον ήλιο. Ήταν ένα βλαστάρι. Το πρώτο βλαστάρι που έβγαζαν οι ρίζες του πλατάνου από τότε που το θυμούνταν.
Το γεγονός αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό και με χαρά μόνο από τους μισούς κατοίκους. Οι άλλοι μισοί κάτοικοι ήταν επιφυλακτικοί και έλεγαν ότι το βλαστάρι θα δημιουργούσε επιπλοκές.
Λίγες μέρες μετά άρχισε να σκάζει και δεύτερο βλαστάρι. Και μέσα σε ένα μήνα, πάνω από είκοσι πράσινα κλαδάκια φύτρωσαν πάνω στις γκρίζες ρίζες του πλατάνου.
Κάτι συνέβαινε στο γέρικο πλατάνι. Τα φύλλα του ήταν πολύ κίτρινα, αδύναμα και έπεφταν εύκολα. Ο φλοιός του κορμού του, που άλλοτε ήταν τρυφερός και σαρκώδης, τώρα ήταν ξερός και έσπαγε. Έτσι κάποιοι θεώρησαν πως «το πλατάνι είναι άρρωστο». Και ίσως να πέθαινε.
Εκείνο το απόγευμα άνοιξε μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στους Βαλτσινιώτες. Ορισμένοι έλεγαν πως έφταιγαν τα βλαστάρια. Τα επιχειρήματά τους ήταν σαφή. Όλα πήγαιναν καλά προτού εμφανιστούν τα βλαστάρια.
Οι υπερασπιστές των νέων βλαστών έλεγαν ότι το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο, και τα βλαστάρια ήταν μια εξασφάλιση για το μέλλον, αν κάτι πάθαινε το πλατάνι.
Δίχως να το καταλαβαίνουν, η λογομαχία φούντωσε και οι δύο ομάδες απομακρύνθηκαν περισσότερο.