Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Ξημερώνει.



Γράφει ένας απλός άνθρωπος
Σήκω να χορέψεις ένα ζεϊμπέκικο σαν εκείνα τα παλιά που χόρευαν κάποτε πάνω σε μωσαϊκά λεκιασμένα με ρετσίνα. Απέκτησε πάλι αφορμή να υψώσεις τα χέρια ψηλά και να μιλήσεις κρυφά με τους θεούς που κρύφτηκαν σαν τα ξωτικά πίσω από την κορυφή του Ολύμπου μην αντέχοντας πια τα λόγια των θνητών κινούμενων πεθαμένων. Επάνω στην πρώτη στροφή να ανοίξεις πάλι τα χέρια σαν φτερά , έτσι για να θυμηθείς ότι κάποτε μπορούσες να πετάξεις ως Αετός . Στο μαγαζί αυτό που στριμωχτήκαμε όλοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, με τα φθαρμένα μας ρούχα και την αξιοπρέπεια διπλωμένο χαρτάκι στην τσέπη του πουκαμίσου, ας το γλεντήσουμε πριν το ξημέρωμα έρθει.
Πριν αρχίσουν οι τοκογλύφοι να μπαίνουν στο χωριό ρίχνοντας μπετόν στα χωράφια που κάναμε κόντρες καβάλα σε ασέλωτα άλογα. Πριν αρχίσουν να κόβουν τα δέντρα που σαν παιδιά χαράζαμε τον έρωτα μας στον κορμό τους και την άλλη μέρα μέσα στα κλάματα τούς βάζαμε γάζα ζητώντας συγνώμη για την αλαζονεία της στιγμής. Στον καφενέ που βρέθηκες απόψε κάψε την Μνήμη πριν την ποδοπατήσουν εις το όνομα της αξιοποίησής σου ατσαλάκωτα ανδρείκελα. Κοίτα ψηλά στον κιτρινισμένο τοίχο τον εαυτό σου να καμαρώνει με το πρώτο κουστουμάκι σου, δίπλα στους δικούς σου, σε μια φωτογραφία "εβδομαδιαία". Αυτό το κουστουμάκι που κόστισε μισό ιδρωμένο μηνιάτικο του πατέρα σου και συ έκανες μούτρα για το παπιγιόν, παρά του ότι πια είχες γίνει άντρας. Πάρε την στροφή αργά σε αυτό το ζεϊμπέκικο γιατί μέσα σου όλα είναι εύθραυστα. Μην σπάσει η καρδιά. Οι στροφές που έδωσες για να μείνεις άνθρωπος την έχουν ήδη ραγίσει. Σταθμοί αναχωρήσεως, γράμματα του πατέρα από την ξενιτιά και μια φωτογραφία να γελά με το δάκρυ πνιγμένο στην παλάμη. Επαναπατρισμός. Μια αγκαλιά και μετά πάλι "καλή αντάμωση" . Κράτα τα πόδια κολλημένα στο πάτωμα γιατί τώρα αρχίζει το ταξίμι να ξύνει πληγές σαν λάμα ακονισμένη με το δικό σου χέρι. Ήταν να φύγεις κάποτε, να μην κυλιστείς σε αυτό που έβλεπες ότι έρχεται. Σαν στρατιώτης με το σάκο στην πλάτη θα είχες φθάσει στο φεγγάρι αν αυτόν τον τόπο δεν λάτρευες. "Γιατί πατρίδα σαν αυτή δεν έχει", έλεγες. Και δεν εννοούσες τα σύνορα, τις λέξεις, την ιστορία, τον ήλιο. Η Μνήμη ήταν. Εκατομμύρια σταγόνες Μνήμης που κυλάνε στα χιλιόμετρα φλεβών σου. Που σου δόθηκαν με την σύλληψή σου μέσα σε ένα κορμί και που σε κράτησαν όρθιο όταν έπρεπε να θάψεις κομμάτια ψυχής ολόκληρα δικά σου, παιδιά σου, αδέλφια σου, για να συνεχίσεις αυτό τον αέναο κύκλο που σου χαρίστηκε απλόχερα χωρίς να το ζητήσεις.
Κλείσε τα μάτια τώρα που το ζεϊμπέκικο αρχίζει να τελειώνει. Άσε να αστράψει το μαχαίρι που χρόνια έχεις κρυφά τυλιγμένο στο πανί μιας γυναίκας που σε αυτό τύλιγε το ζυμωμένο με τα χέρια της ψωμί να πάρεις για το δρόμο. Σε λίγο θα μπουν στο χωριό. Σε λίγο θα αρχίσουν να ξηλώνουν τις φλέβες σου. Θυμήσου τι είσαι. Ξημερώνει.

Ο μύλος του Βαλτινού



Ότι άντεξε στο χρόνο και ότι απόμεινε από τον άλλοτε γραφικό και όμορφο κυλινδρόμυλο του Βαλτινού.
Ο μύλος του Βαλτινού είναι ένα κτίριο που με την παρουσία του, τον τρόπο του και τους ανθρώπους έχει γράψει κι αυτό τη δική του ιστορία.
Βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και αποτελεί σημείο αναφοράς για το Βαλτινό.


Ο παλιός άλλοτε γραφικός μύλος του Βαλτινού δεσπόζει τώρα ερειπωμένος στην είσοδο του χωριού σαν να μας καλωσορίζει όταν ερχόμαστε στο χωριό και σαν να μας αποχαιρετάει όταν φεύγουμε.
Ο μύλος λειτούργησε για πρώτη φορά το 1950 υπό την διεύθυνση των: Αθανασίου Χρηστάκου, Περικλή Πόρναλη και Νικολάου Παρθένη. Για Μηχανικό είχαν τον Δημήτρη Κωστόπουλο.
Το 1953 τον αγόρασαν οι αδερφοί Χήτα (Ευάγγελος και Κωνσταντίνος) και οι αδερφοί Μακρή (Ιωάννης και Κων/νος).



Η λειτουργία του κάλυπτε τις ανάγκες των κατοίκων του Βαλτινού αλλά και των γύρω χωριών της ευρύτερης περιοχής.
Έρχονταν με κάρα, με άλογα, με μουλάρια, με γαϊδούρια. Έδεναν τα ζώα και περίμεναν τη σειρά τους ένας, ένας. Για «ξάι» κανονίζανε ανάλογα ή μια δραχμή το κιλό, για παράδειγμα, ή ένα ποσοστό στο αλεσμένο είδος.
Άλεθαν εκεί δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και έκαναν αλεύρι για ψωμί, για τάραμα, για ρόβι, χοντρά και ψιλά πίτυρα κ.α.
Ο μύλος λειτούργησε μέχρι το 1970 όπου ο εκσυγχρονισμός, οι σύγχρονες απαιτήσεις και η αλλαγή του τρόπου ζωής των κατοίκων κατέστησαν ασύμφορη την εκμετάλλευσή του και έτσι σταμάτησε για πάντα η λειτουργία του.


Σήμερα έρημο κουφάρι έχει εγκαταλειφθεί και έχει αφεθεί σε μια φυσική διάλυση όπου καταρρέει σιγά ­ σιγά και θάβεται πίσω από πυκνά αγριόχορτα μέχρι να μη θυμίζει τίποτα το φτωχό παρελθόν του.
Είναι άλλωστε η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων όπου όταν κάνουν τον κύκλο τους να ρίχνονται όλα στο ποτάμι της λήθης. Γρήγορη λησμονιά για πετυχημένη αναγέννηση.





«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ».


Νίκος Μπελογιάννης
Σπούδασε νομικά, αλλά δεν τέλειωσε τις σπουδές του, διότι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με απόφαση της Συγκλήτου για τη δράση του «εναντίον της κοσμογονίας του Κονδύλη».
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.


Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του - μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο - βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου

επικοινωνιστε μαζι μας