Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Βαλτσινιώτικο παραμύθι

Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον

Κάποτε στο Βαλτινό ζούσε ένας νέος, που είχε αποκτήσει καλή μόρφωση και διέθετε πολλές αρετές. Είχε σχεδόν τα πάντα, αγαπούσε πάρα πολύ το χωριό του, ήταν ευτυχισμένος και χαιρόταν τη ζωή του.
Είχε όμως, μια και μόνον επιθυμία: ήθελε να ζήσει αιώνια.

Μια μέρα λοιπόν, πήγε στο Λόγγο, λίγο πιο έξω απ’ το χωριό του, στο δάσος της Παναγίας, που κατοικούσε ένας σοφός γέροντας, ο παππούς ο Σκρέκας, και του είπε:
«Παππού, ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια;»
«Εγώ», του είπε ο παππούς ο Σκρέκας, ο γέρος του δάσους, «θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους».
«Α, όχι, αυτό δε φτάνει. Δεν μου κάνει. Βλέπεις κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό που ζητώ».
«Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέροντα της Σαλαμπριάς, Αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα και μπορεί να ξέρει το μυστικό».

Έτσι ο νέος επισκέφτηκε τη Σαλαμπριά και βρήκε το γέροντα, τον παππού, Τάσο Κουφοχρήστο, να ψαρεύει στο ποτάμι με το ριχτάρι.
«Γέροντα, ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;», τον ρωτά.
«Εγώ», του λέει ο παππούς, ο Τάσος Κουφοχρήστος, «θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτο το ποτάμι».
«Α, όχι, δε θέλω. Δε φτάνει!», είπε ο νεαρός στενοχωρημένος. «Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της Σαλαμπριάς θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε».
«Τότε παλικάρι μου πήγαινε να βρεις το γέροντα του Κόζιακα», του απάντησε ο γέροντας της Σαλαμπριάς. «Αυτός που είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει».

Ο νεαρός πήρε το δισάκι του στον ώμο, διάβηκε τον κάμπο, τις ραχούλες, κι ανέβηκε επάνω στο Κόζιακα και βρήκε τον γέροντα του βουνού, τον παππού Γιώργο Σταυρέκα που ήταν στ’ αλήθεια πάρα πολύ γέρος.
«Ξέρω γιατί ήρθες» του λέει ο παππούς ο Γιώργος Σταυρέκας. «Ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια. Εγώ πάντως θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό», του είπε.
«Αυτό μάλιστα! Αυτό μου κάνει. Θα μείνω μαζί σου!» απάντησε όλο χαρά ο νεαρός κι έμεινε μαζί του.
Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο νεαρός Βαλτσινιώτης ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του και θέλησε να το επισκεφθεί.
«Μην πας», του είπε ο παππούς ο Γιώργος Σταυρέκας, «το χωριό άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνει όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί».
Το σαράκι όμως τον έτρωγε και ο γέροντας του Κόζιακα κατάλαβε πως το ‘χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δε θα τον σταματούσε.
«Πάρε τουλάχιστον τ’ άλογό μου», του είπε μια μέρα. «Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια ώρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα πρόσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή απ’ τη σέλα του, γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δε θα κατέβεις, εντάξει;»



Συμφώνησε ο νεαρός Βαλτσινιώτης, καβαλίκεψε το άλογο και πριν προλάβει ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του έφτασε έξω απ’ το χωριό του, το Βαλτινό. Ίδιο το δάσος, ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτριγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε απογοητευμένος και λυπημένος το δρόμο για το βουνό.
Στο δρόμο ξαφνικά συνάντησε στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω στοίβες παπούτσια τρύπια.


 
Ένας γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του.
«Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακαλώ», του είπε.
«Θα σε βοηθούσα πολύ ευχαρίστως» του απάντησε ο νεαρός, «αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...».
Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατέβηκε απ’ το άλογο και έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη και μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ’ τ’ απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε φοβισμένος, «και πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;»
«Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου, κυνηγώντας σε τόσα χρόνια...»




επικοινωνιστε μαζι μας