Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Ο Δάσκαλος Δημήτριος Μπούγας



Ο Δάσκαλος Δημήτριος Μπούγας υπήρξε εμβληματική μορφή για το Βαλτινό, καθότι διατέλεσε για πολλά χρόνια δημοδιδάσκαλος στο δημοτικό σχολείο του χωριού και με τις παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές του υπηρεσίες πρόσφερε μεγάλο έργο στα δύσκολα χρόνια του τόπου μας. Πρωτοπόρος στο επάγγελμά του, έγινε αποδεκτός και αξιολάτρευτος από τους μαθητές, γονείς και χωριανούς, τόσο που το όνομά του ταυτίστηκε με το Βαλτινό.



Μαζί του γαλουχήθηκαν, μεγάλωσαν και έμαθαν γράμματα πολλές γενιές ανθρώπων.
Ο Δημήτριος Μπούγας του Βασιλείου, δημοδιδάσκαλος, γεννήθηκε το 1912 στην Ελάτη Τρικάλων Θεσσαλίας και απεβίωσε στις 11-10-1966.
Στο περιοδικό «ΜΕΤΕΩΡΑ» του 1968 δημοσιεύθηκε ένα ποίημα του Ηλία Κεφάλα, για τον Δημήτρη Μπούγα, με τίτλο «ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΓΑ».
Ο ποιητής το υπογράφει με το ψευδώνυμο «ΜΑΡΙΟΣ ΞΩΤΙΚΟΣ».

"ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΓΑ
Άκουσε νύχτα τους θρήνους μου…
Ω σεις αχτίδες της υπέρκαλλης Σελήνης
μη μπλέγεσθε στα δάκρυά μου.
Αστέρια, αστέρια,
ψυχρές τελείες στον απέραντο ουρανό
σε λίγο θα σβύσετε.
Τούτες οι άσπρες κολώνες, οι παράξενες σιλουέττες,
οι μεγάλοι σταυροί και η κάθε πλάκα
μαρτυρούν πόσες ψυχές ανθρώπινες
σβήσαν και χάθηκαν…
Τι είναι η ζωή; Πυγολαμπίδα!...
Ω! πόσο τραγική η διαπίστωσις.
Τούτα τα στενά δρομάκια μες τους τάφους,
κρατούν τα αχνάρια κι ό,τι άλλο έμεινε
σε αιώνια διαμαρτυρία προς το Θάνατο.
Τούτη η λουσάτη συνοικία των νεκρών
με τους μαρμάρινους και ξύλινους σταυρούς,
τούτα τα αγριόχορτα και τα ημερολούλουδα
αιώνια διαμαρτυρία, στον άνθρωπο αιώνια.
Λευκέ σταυρέ μου,
που σε τύλιξε η ματιά κι η αγωνία μου,
αγαπημένε μας νεκρέ
που είναι το βλέμμα σου; Που είναι το χέρι σου;
Και που η λύρα με τη Μούσα;
Πόσο ωραίοι που ήταν οι καιροί,
μα πέρασαν και χάθηκαν τα ίχνη τους.
Τους θέρισε ο αδικητής ο Χρόνος.
Δημήτρη Μπούγα!
Να φθάρθηκε το σώμα σου το ζωηρό κι ανήσυχο;
ή μήπως μες στο χώμα λειώνει ακόμα;
Άδικος πούναι ο θάνατος και φοβερός συνάμα.
Αξέχαστε αδερφέ μας,
το πνεύμα σου δεν έφυγε μαζί σου, δεν σ’ ακολούθησε,
αγάπησε τον κόσμο κι έμεινε.
Η ενθύμησή σου είναι ακόμα νωπή…
Αλοίμονο, αυτή τη νυχτιά
τα αστέρια κόμπιασαν, φοβήθηκαν,
δέθηκε κόμπο ο σπαραγμός, με την αγωνία
κι η απελπισία με το δάκρυ.
Πως ήταν δυνατόν νεκρέ της ψυχής μας
να σβύση το άστρο σου το φωτεινό,
να σβύση υπέρλαμπρο καντήλι
τις μέρες που ο αγέρας δεν φυσούσε;
Άδικα τα ερωτήματα, στις κρύες πλάκες
πικρά τα κλάματα, ανώφελη η αγωνία,
τούτες οι ώρες που χάνονται έτσι άσκοπα
ευωδιάζουν από το πολύτιμο μύρο της ζωής…
Δεν ξέρεις πότε έρχεται ο Θάνατος.
Μα τον θάνατο ένα είναι που δεν τον φοβάται!
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ…"

ΜΑΡΙΟΣ ΞΩΤΙΚΟΣ (Ηλίας Κεφάλας)


Φωτο: από την κηδεία του

Αποφοίτησε, από το Γυμνάσιο Τρικάλων το 1932 και στη συνέχεια τελείωσε αριστούχος, από την Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως το έτος 1936.



Πρόσφερε ευσυνείδητα τις εκπαιδευτικές του υπηρεσίες από το 1937 έως 1941 στο δημοτικό σχολείο Μεσοχώρας και από το 1942 ως το 1966 στο δημοτικό σχολείο Βαλτινού Τρικάλων.
Ήταν ένας δάσκαλος πολύ καταρτισμένος και καλός γνώστης των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών θεμάτων.


Συνέγραψε επιστημονικές μελέτες, και κριτικές βιβλίων. Δημοσίευσε διάφορες μελέτες και άρθρα στον τοπικό ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Επίσης συνέγραψε πλούσια πνευματική και λαογραφική μελέτη, κατέγραψε και διέσωσε μια σπάνια λαογραφική συλλογή δημοτικών τραγουδιών της περιοχής του Βαλτινού και κάτω Ελάτης (450 σελίδων).



Για την επαγγελματική και εγκυκλοπαιδική του κατάρτιση, καθώς και για την εξύψωση της λαϊκής εκπαίδευσης, προσέτι δε και για την εξωσχολική και συγγραφική του δράση, έλαβε έπαινο και την πλήρη ευαρέσκεια από την Επιθεώρηση Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Νομού Τρικάλων (πρ. 40/20-6-1939).



Επίσης για την πολύτιμη πνευματική συλλογή λαογραφικού υλικού (450 σελίδων) των περιοχών Κάτω Ελάτης και Βαλτινού έλαβε έτερο έπαινο από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Τρίκκης (πρ. 8/12-6-1964).
Πέρα δε του πνευματικού και συγγραφικού του λαϊκού έργου αφού προηγουμένως εφοίτησε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή Λάρισας το 1953, αναμείχτηκε ενεργά στο Συνεταιριστικό Κίνημα, με αποτέλεσμα να διατελέσει, επί σειρά ετών, προϊστάμενος του Εποπτικού Συνεδρίου της Ενώσεως του Γεωργικού Συνεταιρισμού Νομού Τρικάλων.



Το 1953 συνέταξε μια ιστορική έκθεση για το δημοτικό σχολείο Βαλτινού, η οποία σώζεται σήμερα στο αρχείο του σχολείου και μας πληροφορεί για την ανέγερση και τις συνθήκες λειτουργίας του σχολείου από το 1898.



Από όλο το λαογραφικό συγγραφικό του έργο, το οποίο ήταν έτοιμο για έκδοση, αρκετές σελίδες δόθηκαν σε ειδικούς, προκειμένου να έχει τη γνώμη τους και μετά το γεγονός του πρόωρου θανάτου δεν επεστράφησαν. Η οικογένειά του άρχισε μια προσπάθεια να βρει και να συγκεντρώσει όλο το πολυσέλιδο πνευματικό του έργο, μέρος, του οποίου, θα δημοσιεύουμε σταδιακά στην εφημερίδα μας.


Δημοτικά τραγούδια της περιοχής Βαλτινού – Κάτω Ελάτης

Η ΠΑΝΩΡΓΙΑ (χορευτικό)

Σαράντα μέρες περπατώ Πανώργια μου, σαράντα μέρες περπατώ
Να βρω παπά πνευματικό κι’ απάνω στις Πανώργια μου
κι απάνω στις σαράντα δυο, βρίσκω παπά πνευματικό
-Παπά μου ξεμολόγα με, τα κρίματα συγχώρνα με
-Τα κρίματας είναι πολλά δεν συγχωρνιένται μια φορά
Τετάρτη και Παρασκευή λάδι μη βάλεις στο φαί
κρέας και ψάρι να μη φας δυο μαύρα μάτια π’ αγαπάς.
Αν αρνηθείς και συ παπά, τον άρτο και την κοινωνιά
τότε και γω θα αρνηθώ τα μαύρα μάτια π’ αγαπώ.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Η ΜΑΝΝΑ (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Του Κώστα η μάννα χαίρεται, του Κώστα καμαρώνει
που έχει γυιό περήφανο και Κώστα Καμαριάρη
καβαλλικεύει χαίρεται, πεζεύει καμαρώνει
Δώδεκα χρόνους έκανε όσο να βρει τη νύφη.
Να εύρει πλούσια όμορφη κατά την αρεσιά του
κι’ άλλους δώδεκα έκανε να μάσει συμπεθέροι
το βασιλιά συμπέθερο, το γυιό του Φλαμπουριάρη
και την κυρά βασίλισσα νουνά να στεφανώσει.
Φκιάνει στέφαν’ από φλουρί και τα κηριά απ’ ασήμι
και το στεφανομάντηλο όλο μαργαριτάρι.
Σαν κίνησαν και πάαιναν τη νύφη για να πάρουν
πουλάκι πάτισε κι’ έκατσε στου Κωνσταντή τη σέλλα
ουδέ λαλούσε σαν πουλί, ουδέ σα χελιδόνι
μόνο λαλούσε κι έλεγε, ανθρώπινα του λέγει.
- Εσύ Κώστα μου χάνεσαι, τη νύφη τι τη θέλεις;
- Που ξέρεις εσύ πουλάκι μου που θε να λα πεθάνω;
- Εψές ήμουν στον ουρανό κι’ απόψε ήλθ’ απέκει
αρμάτωσε το Γιάνναρη και στείλτον για τη νύφη
Γυρίζει πίσω ο Κωσταντής με την καρδιά καμμένη
- Στρώσε μάννα μου στρώματα, να πέσω να πεθάνω
κι’ αρμάτωσε το Γιάνναρη και στείλτον για τη νύφη
- Μάννα μ’ δεν παίζουν τ’ άλογα πως έπαιζαν του Κώστα
- Γαμπρός είναι, και χαίρεται, γαμπρός και καμαρώνει
- Μάννα μ’ δεν πρέπουν τ’ άρματα πως έπρεπαν τον Κώστα
- Με Κώστα μ’ αρραβώνιασαν, με Γιάνν’ με στεφανώνουν.
Μαρί τσ’ αλλάζουν τόνομα να ζήσουν τα νιογάμπρια.

Η ΑΡΡΕΝΗ (χορευτικό πασχαλινό)

Φόντα βουλιέμαι η Άρρενη τη βία να παντρέψει
την τάζει το πολύ προικιό και το πολύ το νάχτι
την τάζει μύλους δώδεκα μαζί με τσ’ μυλωνάδες
την τάζει πιπερόμυλο ν’ αλέθει το πιπέρι
και φάγαν το πολύ το βιο και σώσαν και την προίκα
και η νύφη ξανατράπηκε και πάει στον πενθερό της.
- Πάρε μ’ αφέντη πεθερέ και σύρε με στη βρύση του πατρός μου
- Ντρέπομαι νύφη μ’ ντρέπομαι, ντρέπομαι να σε πάρω
Φοντ’ ήλθα και σε γύρευα νυφούλα στον υιγιό μου.
Τότε ήσαν μήλο κόκκινο, τώρα μαραγκιασμένο
Η πεθερά η γλήγορη βρήκε ξενοδουλεύτρα
γνέθει λινάρι μεσιακό, μετάξι με το δράμι
- Πάρε με μάννα μ’ πεθερά και σύρε με στη βρύση του πατρός μου
Απ’ έρχονται δούλες για νερό και σκλάβες για να πλούνουν
και τα μικρά σκλαβόπουλα τους μαύρους να ποτίσουν
- Φεύγα απ’ αύτου γύφτισσα καθάρια γυφτοπούλα
Μην πέση ψείρα στο νερό και μαγαρίσ’ ο αφέντης
- Μωρή ποια είναι γύφτισσα καθάρια γυφτοπούλα
Σύρτε και πέστε την κυρά, ρωτάτε τον αφέντη
θέλει δουλεύτρα για δουλειά ψωμί και δίχως ρόγα
Πάνε και λέγουν την κυρά, ρωτάνε τον αφέντη
- Θέλεις δουλεύτρα για δουλειά ψωμί και δίχως ρόγα
- Αν ξέρη να υφάνη κάμπουχο και ρούχο να μυτώσω
Κι από το χέρι την έπαιρναν στον αργαλειό την πάνε
Και σαϊτιά δεν έρριξε, το μοιρολόγι αρχίνσει
- Βρε έρημή μου κάμποχε και σκοτεινέ μου ρούχε
Φόντα σε πρωτοετοίμαζα, εμένα προξενούσαν
Φόντα σε ερμοτρύπωνα έμενα ήρθαν να πάρουν
Δομείτε τα καΐκια μου τα καθημερινά μου
Να κατεβώ στον αργαλειό να δω τι λέει η αλφάντρα
- Μαρί εσύ είσαι Βία μου η πολυπροικισμένη
Και οι δύο σφιχταγκαλιάστηκαν και οι δυο ψυχορραγούνε
Σ’ ένα κιβούρ’ τις έβαλαν σ’ ένα κιβούρ’ τις βάνουν
Μάννα φυτρώνει κάλαμος κι η βία κυπαρρίσι
Βεργολυγάει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι
Όσοι διαβάτες κι αν περνούν όλοι θάμμα το κάνουν
- Κύργιε μ’ να είν’ αντόγυνο. Κύργιε μ’ να ειν’ αδέλφια;

Εννιά αδέλφια (Πασχαλιάτικο χορευτικό)

Εννιά αδερφών απ’ τα Γιάννινα είχαν και μια αδερφούλα
Προξενητάδες έρχονταν από μακρυά απ’τα ξένα
Νύφη ζητούν την Αυδοκιά γυναίκα να την πάρουν
Ούλ’ ήθελαν δεν ήθελαν, ο Κώστας προξενούσε
- Μάννα μου να τη δώσωμε την Αυδοκιά στα ξένα
Θέλω να την έχω γύρισμα όταν έρχωμαι απ’ τα ξένα
Μηδά για λύπη για χαρά, και ποιος θα μου τη φέρη
- Εγώ για λύπη, για χαρά εγώ θα σε τη φέρω
Ήρθε ο καιρός ο δίσεκτος και χρόνος οργισμένος
Πεθαίνουν τα εννιά παιδιά και μεν’ η μάννα μόνη
Ψυχομαχάει και η μάννα τους, δεν μπορεί να πεθάνη
Πάαινε κι έκλαιγε στου Κωνσταντή το μνήμα
Όλοι οι γυιοί μου ν’ αναλυθούν κι όλοι χώμα να γένουν
Ο Κώστας μ’ να μην αναλυθεί μηδέ χώμα να γένη
Που επροξέναε την Αυδοκιά στα ξένα να την πάη
Κι ο Κώστας απ’ το πολύ κακό και το πολύ το νάχτι
Φτιάχνει το χώμα άλογο και τα σανίδια σέλλα
Και κίνησε και πάαινε την Αυδοκιά να φέρη
Στο δρόμο όπου παάινε το Θεό παρακαλούσε
Να βρη τις πόρτες ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα
Να βρη και την καλή την Αυδοκιά στο γιώμα να γεματίζη
Με τον καλό της στο πλευρό να τον κερνάει να πίνει
Έτσι πως παρακάλεσε έτσι πάει και βρήκε
- Καλημέρα σου αδελφή, καλώς τον Κώστα πούρθε
- Κώστα μ’ κάτσε να φας ψωμί, κάτσε να γεματίσεις
- Άιντε `τοιμάσου Αυδοκιά σε θέλει η μανούλας
- Αν με θέλει για καλό, να στολιστώ και ναρθώ
Και αν με θέλει για κακό ας έρθω και με τούτα
- Άιντε καλή αδελφή ας είσαι και με τούτα
Στην αγκαλιά την άρπαξε και φεύγουν για τη μάννα
- Κώστα μυρίζεις χωματές, Κώστα μυρίζεις χώμα
- Απ’ το χωράφι έρχομαι και χωματές μυρίζω
Πουλάκι πάει κι έκατσε στου Κωνσταντή τη σέλλα
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι
- Δεν είναι κρίμα κι άδικο τέτοια πανώργια λυγερή
Να σέρν’ ο πεθαμένος;
- Κώστα μ’ τι λέει το πουλί, τι λέει το χελιδόνι;
- Άιντε καλή μου Αυδοκιά ας λέει το πουλάκι
- Σύρε Αυδοκιά στο σπίτι μας και γω
θα πάω στην Εκκλησιά ν’ ανάψω τα καντήλια.
Κι η Αυδοκιά ξεκίνησε στο σπίτι για να πάει
Βρίσκει τις πόρτες σφαλιστές, την μάννα της φωνάζει
- Άνοιξε μάννα μ’ άνοιξε και μέσα για να έμπω
- Αυδοκιά μου ποιος σ’ έφερε και ποιος θε να σε πάη;
- Μάννα μ’ ο Κώστας μ’ έφερε κι ο Κώστας θε να με πάη
- Βδοκιά μ’ ο Κώστας πέθανε με όλα σου τ’ αδέλφια
Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν σ’ ένα κιβούρι τις βάνουν.

Σημαίν’ ο Θεός (χορευτικό Πασχαλιάτικο)

Σημαίν’ ο Θεός σημαίν’ η γη σημαίνουν τα ουράνια
Σημαίνει κι η Άγια Σοφιά να παν να μεταλάβουν
Στολίζ’ η χήρα τον υιγιό κι η αδελφή τον ζώνει
Πέντε κοντά τον έντυναν και δέκα πανωφόρια
Κι αυτός πάλι λιανός ήτανε στη βέργα να περάση
Στο δαχτυλίδι να διαβή στη βέργα να περάση
Σαν κίνησαν κι πάαιναν να παν να μεταλάβουν
Μπροστά πααίν’ η μάννα του κατόπ’ η αδελφή του
Στη μέση πάει ο νιούτσικος σα μήλο μαραμένο
Και σαν τον είδαν οι εκκλησιές ραΐστηκαν να πέσουν
Και σαν τον είδαν τα κελλιά, ρίχνουν τα κεραμίδια
- Που πας σκύλλα με το σκυλί, ουβριά με το κουτάβι
- Παιδί μου τι κακό έκανες και οι εκκλησιέ μας διώχνουν
- Τότε μάννα μ’ τον παλιό καιρό και τα παλιά ζαμάνια
Ο κόσμος έσφαζαν αρνιά και γω έσφαζα κόσμο
Ο κόσμος έπινε κρασί και γω έπινα αίμα
Κι έσκυψα μάννα μ’ κι έβγαλα τριών μερών νυφούλα
Κι έσκυψα και τη φίλησα στα μάτια και στα φρύδια.

Η Ροϊδούλα (χορευτικό)

- Φίλοι μ’ καλώς ορίσατε Ροϊδούλα μ’ Ροϊδούλα μ’
Ροϊδούλα και μικρούλα να φάμε και να πιούμε
- Κοπιάστε επάνω φίλοι μου Ροϊδούλα, Ροϊδούλα
- Δεν ήρθαμαν για φαΐ για πιή Ροϊδούλα, Ροϊδούλα
Ουδέ και για σουμπέτι Ροϊδούλα μαυρομάτα
Ημείς ήρθαμε να σας δούμε Ροϊδούλα, Ροϊδούλα
Μάης με τα λουλούδια Ροϊδούλα μαυρομμάτα.

Το λεν οι κούκκοι (χορευτικό)

Το λεν οι κούκκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια
Το λέει μια πετροπέρδικα το λέει σα μοιρολόγι
Οι κλέφτες εσκορπίστηκαν και γίνηκαν μπουλούκι
Ο Δήμος πάει κατά Ζερβό κι Ανορέας κατά βάλτο
Κι ο Γιώργη, πέρα πέρασε πέρα κατίς κουμπάρες
Άιντε Γιώργο, καϋμένε Γιώργο
Κουμπάρ’ μωρέ κουμπάρες τον καρτέρησαν
Με τα παιδιά στα χέρια Γιώργο καϋμένε Γιώργο
Η μια του παίρνει τ’ άλογο και η άλλη το ντουφέκι
Και η τρίτη η μικρότερη τον παίρν’ από το χέρι
Γιώργο καϋμένε Γιώργο
- Κουπιάστ’ απάνω κυρ νουνέ να φάμε και να πιούμε
Έχομ’ αρνιά που ψήνονται, κριάρια σουβλισμένα
Έχομε και γλυκό κρασί στη βρύση που κρυώνει
Γιώργο καϋμένε Γιώργο
Άσπρα κερνάει τα παιδιά ασήμι τις κουμπάρες
Γιώργο και πάλι Γιώργο.

Κάτω στην Ανατολή (χορευτικό)

Κάτω στην Ανατολή μωρέ Λεβέντη μου και στην Ανδριανούπολι
Έπιναν γλυκό κρασί έπιναν και πλήρωναν γειας
ματάκια μ’ όμορφα
Κι ένας σκυλοκόνιαρος έπινε δεν πλήρωνε
- Δος μου Τούρκε τ’ άσπρα μου, να σε δώσω μια κυρά
Γειάς ματάκια μ’ όμορφα
- Δεν την θέλω την κυρά γειάς ματάκια μ’ όμορφα
Θέλω βλάχ’ απ’ τα βουνά, νάναι ροϊδοκόκκινη μωρέ λεβέντη μου
Να σφυράη τα πρόβατα να μαυλάη και τα σκυλιά
γειάς ματάκια μ’ όμορφα.

Δίνει ο ήλιος το πρωί (τάβλας)

Δίνει ο ήλιος την αυγή μαραίνει τα χορτάρια
Και η Μάρω απ’ το Κόρπαρο μαραίνει παλληκάρια
- Μάννα μ’ τον άνδρα που μ’ έδωσες και με γελούν ο κόσμος
- Μάρω μ’ σαν δεν σάρεσε ρίξε και σκότωσε τον
- Εγώ μάννα μ’ τον σκότωσα, τον έχω σκοτωμένον
- Σκούντρα να σ’ ούρθη Μάρω μου και προδοσιά μεγάλη
Που σκότωσες τον άντρα σου, το πρώτο παλλικάρι
Ήταν πρώτος στον πόλεμο και πρώτος στο ντουφέκι.

Βουνά μ’ να μη χιονίσητε (χορευτικό)

Βουνά μ’ να μη χιονίσητε κάμποι μην παχνιστήτε
Θα βγη ο Νάνος στα βουνά να μάση παλληκάρια
Παίρν’ εκατό μωρέ Νάνο μου, παίρν’ εκατό απ’ τη Λειβαδιά
Και άλλοι εκατό απ’ τη Θήβα
Κι άλλα εκατό μωρέ Νάνο μου
Και άλλα εκατό Βλαχόπουλα, τα φκειάνει τριακόσια
Ούλη μερούλα γύμναζε κι ούλη μερούλα λέγει
- Δεν θέλω κλέ μωρέ Νάνο μου, δεν θέλω κλέφτες
για τραγιά και κλέφτες για κριάργια, Νάνο λεβέντη Νάνο.
Μον θέλω κλέφτες για σπαθί και κλέφτες για ντουφέκι
Να πάνε να πατήσωμε του Νικολό τα σπίτια
Νάνο λεβάντη Νάνο-
Να πάρωμ’ άσπρα και φλουριά. Βενετικά στολίδια.

Εννιά χιλιάδες πρόβατα (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά αδέλφια τα βόσκουν
Οι πέντε παν για την κλεψιά οι τρεις για μαύρα μάτια
Αφήνουν το Γιάννη πιστικό, το Γιάννη τυροκόμο
- Φυλάς Γιάννη μ’ τα πρόβατα προστηλα (βύζαξε) και τ’ αρνιά
Σε μέγα δένδρο μη ανεβής φλογέρα μη λαλήσεις
Και στον αφρό της θάλασσας τ’ αρνάκια μην ποτίσης
Κι αν σε απεικάσουν Αυγερινές σε ρίξουνε στον ύπνο
Αυτός στο πείσμα τόβαλε, στο πείσμα και πεισμώνει
Σε μέγα δένδρο ανέβηκε φλογέρα πάει και λάλσε
Και στον αφρό της θάλασσας τ’ αρνάκια πάει και πότισε
Τον απεικάσαν οι Αέρινες τον έρριξαν στον ύπνο
Όταν ξυπνάει ο Γιάνναρος κοπάδι δεν ευρήκε
Παίρνει τα όρη ψάχνοντας και τα βουνά ρωτώντας
Τον λύκο συναπάντησε και τον καλημερά:
- Λύκε μην είδες πρόβατα, μην
- Πέρα σε κείνο το βουνό πούναι ψηλό και μέγα
π’ έχει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο
Ότε χύμησα να παρ’ αρνί ν’ αγοράσω προβατίνα
Και μια σκυλίτσα κολοβή κι ένα κουτάβι μαύρο
Σαράντα ράχες μ’ έδιαβαν κι εξήντα μονοπάτια.

Του Κίτσου η μάννα (τάβλας)

Του Κίτσου η μάννα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε
- Ποτάμι μ’ για λιγόστεψε για κάνε παραπέρα
Για να περάσ’ αντίπερα στα κλέφτικα λημέρια
Πόχουν οι κλέφτες σύναξι, πόχουν το συναγόγι
Πόχουν τον Κίτσο αιχμάλωτο και παν να τον κρεμάσουν
Πάεισε και η μάννα τ’ κλάιγοντας κι όλο παρακαλώντας
- Κίτσο μ’ που τάχεις τάρματα τα φλουροκαπνισμένα;
Που τα καπνίζ’ η Αρβανιτιά και οι καπεταναραίοι
- Δεν κλαις μάννα μ’ τα νειάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου
Μον’ κλαις μάννα μου τ’ άρματα τα φλουροκαπνισμένα;



1 σχόλιο:

  1. ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.ΜΠΡΑΒΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΣΩΣΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

επικοινωνιστε μαζι μας