Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Ο Δάσκαλος Δημήτριος Μπούγας - Λαογραφική Μελέτη Μέρος Β'


Από την πλούσια πνευματική και λαογραφική μελέτη, του Δημητρίου Μπούγα, όπου κατέγραψε και διέσωσε μια σπάνια λαογραφική συλλογή δημοτικών τραγουδιών της περιοχής του Βαλτινού και Κάτω Ελάτης (450 σελίδων), παρουσιάζουμε το δεύτερο μέρος αυτής.

 Η Αγγελικούλα του Παπά (χορευτικό)


Αγγελικούλα του παπά με δυο με τρία κορίτσια
Πάει μωρέ στο ρέμμα για νερό να πιή και να λευκάνη
Κι ο βλάχος την αγνάντεψε από ψηλή ραχούλα
- Πάψε κόρη μ’ τον κόπανο, πάψε και τα κοπάνια
Να πιουν τα πρόβατα νερό να παίξουν τα ζυγούρια
- Τι λέει μωρέ τι λέει, τι λέει ο Παλιόβλαχος ο παλιο ζυγοριάρης
Το πώς λευκαίνω το πανί θα κάμω το κορμί μου
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε στη γη την γονατίζει
- Άσε με βλάχε απ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ απ’ το χέρι
Και δείξε με το σπίτι σου που είναι το χωριό σου
Βλέπεις εκείνο το βουνό το κορφανταριασμένο
Κι’ εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί και το χωριό μου.


Δώδεκα χρονών κορίτσι (τάβλας)


Δώδεκα χρονών κορίτσι γίνηκε καλογριά
Με σταυρό με κομπολόι πάει στην εκκλησιά
Ούτε το σταυρό της κάνει ούτε προσκυνάει
Μον’ στα σταυροδρόμια βγαίνει και κρασοπωλεί
Που περνούν τα παλληκάρια τ’ όμορφα παιδιά
- Πόσο το κρασί σ’ καλόγρια, πόσο το πωλείς
- Δυο παράδες στους γέροντες τζιάμπα στα παιδιά
Άιντε επάνω στο κελλί μου και στο σπίτι μου
- Κρίμα είν’ καλόγρια ν’ κρίμα και ντροπή
- Κρίμα είν’ στις παντρεμένες και στις παπαδιές
Και σ’ εμένα την καλόγρια, κάνεις ψυχικό.

Η Βλάχα (τάβλας)

Πέρα στο εκεί μωρέ βλάχα μου πέρα στο κείνο το βουνό
Και στ’ άλλο παρά πέρα μικρή βλαχούλα μου.
Κει πέρα βόσκουν πρόβατα και στ’ άλλο βόσκουν γίδια
Κι ανάμεσα μωρέ βλάχα μου, κι ανάμεσα στα δυο βουνά
Δυο αδέλφια σκοτωμένα. Κι ανάμεσα στα μνήματα
Κλήμα ήταν φυτρωμένο μικρή βλαχούλα μου
Κάνει σταφύλια μωρή βλάχα μου, κάνει σταφύλια ροζακί
Και το κρασί μοσχάτο. Όσες μαννούλες κι αν το πιούν
Καμμιά παιδί δεν κάνει. Να τόπινε και η μάννα μου
Να μη μ’ έκανε και μένα. Μικρή βλαχούλα μου
Κι αν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, κι αν μ’ έχει, τι με θέλει
Εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τριγυρίζω
Έπιασα ξένες αδελφές, και ξένες παραμάνες
Μικρή βλαχούλα μου. Ξένες πλένουν τα ρούχα μου
Ξένες τα σιδερώνουν, μικρή βλαχούλα μου.

Το Κάστρο της Ουβριάς (τάβλας)

Σ’ ούλα τα κάστρα πήγα, σ’ ούλα τα νησιά
Σαν της Ουβριάς το Κάστρο δεν είναι πουθενά
Κάνας δεν το πατάει δίχως προξενειά
Ένας καλόγερος το τριγύριζε
- Άνοιξ’ Ουβριά μ’ το κάστρο ναμπ’ η λυγερή
Γιατί είναι γκαστρωμένη και κολάζεται
Όσο να το χαράξη χίλιοι μπήκανε
Όσο να το απ’ άνοιξη το πατήσανε
Πήραν τα γρόσια ούλα κι ούλα τα φλουριά
Χάλασαν την καντήλα την καλύτερη
Μπαίνει η καλόγρια μέσα και στοχάζεται
- Δεν μ’ έλεγες κεφάλι, κακοκέφαλο
Δεν μ’ έλεγες καμπόσα τούτα π’ έφτειασα.

Η Μαντζουράνα (χορευτικό)

Στης μαντζουράνας τον ανθό έπεσα ν’ αποκοιμηθώ
Έλα σιμά μου πλάγιασε και μένα σκύψ’ αγκάλιασε
Κι αν δεν σ’ αρέσει ο ύπνος μου, κόψε μου το κεφάλι μου
Και ρίξτο μέσ’ τη θάλασσα, να το βαρούν τα κύματα
Να το βαρούν τα κύματα, της αγάπης τα φιλήματα.

Ούλες οι μάννες (τάβλας)

Ούλες οι μάννες έκλαιγαν κι ούλες παρηγοριόταν
Και μια μάννα κακή μάννα, παρηγοριά δεν έχει
Μαζώνει πέτρες στην ποδιά, λιθάρια στο μαντήλι
Πετροβολεί τη θάλασσα, πετροβολεί το κύμα
- Ανάθεμά σε θάλασσα, π’ ανάθεμα το κύμα
Μούπνιξες τα εννιά παιδιά και τον άνδρα μου δέκα
- Τι φταίω εγώ η θάλασσα, τι φταίω εγώ το κύμα
Μον’ φταίει ο πάτρας και Βορριάς που βρέχει και χιονίζει
Σούπνιξε τα εννιά παιδιά και τον άνδρα σου δέκα.

Τώρα είν’ ο Μάης (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Τώρα είν’ ο Μάης κι Άνοιξι, τώρα είν’ το καλοκαίρι
Τώρα στολίζ’ ο Θεός τη γη με εννιά λογιών λουλούδια
Τώρα και μένα η μάννα μου μ’ εννιά λογιών αρμάτες
Ως να ντυθώ ν’ αρματωθώ να πάω στο πανηγύρι
Το πανηγύρι χάλασε ζωνάρι δεν ευρίσκω
Γέρνω πάνω, γέρνω κάτω στα μέσα απ’ το παζάρι
Και βρίσκω ένα πραματευτή όπου πωλεί ζωνάρια
- Πόσο πραματευτή μ’ το ζνάρι πόσο το παζαρεύεις
- Εγώ το έχω στα εκατό σένα το δίνω δέκα
Ντρέπομαι απ’ τα ξανθά σ’ μαλλιά και σου το δίνω χάρι.

Κάτω στα πέντε μάρμαρα (χορευτικό πασχαλινό)

Κάτω στα πέντε μάρμαρα στα πέντε μαρμαρίσια
Πανηγυράκι γίνεται μικρό πανηγυρίτσι
Σφάζουνε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια
Κι ο νιος από το γιόρταζε καβάλλα περπατούσε
- Φάτε και πιέτε βρε παιδιά, στο νου σας μη το βάνετε
Να μη μας ερθ’ ο Κατσιαβός χαλάει το πανηγύρι
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απούπε
Ο Κασσιανός μας έρχεται χαλάει το πανηγύρι.

Ένα μικρό πασιόπουλο (τάβλας)

Ένα μικρό πασιόπουλο κι ένα πασιοπουλάκι
Μια Ρωμαιοπούλα κυνηγάει και θέλει να την πιάσει
Και η κόρη τα κατάλαβε, τα πλάγια-πλάγια παίρνει
Στον Άη-Γιώργη στάθηκε και τον παρακαλούσε
Όλοι άγιοι να βοηθούν και όλοι να μη βοηθάνε
Και συ Άγιε Γιώργη μου καλέ, μεγάλο είν’ τόνομά σου
Να μου χαρίσης τη ζωή π’ αυτόν τον παλιοτούρκο
Να σ’ φέρω λίτρα το κηρί και δυο λίτρες το λάδι
Να σφάξω και στη μνήμη σου ένα κουτοπουλάκι
Και σχίστηκε το μάρμαρο και μπαίν’ η κόρη μέσα
Να κι ο Τούρκος πούρχεται τ’ αλάργα προσκυνούσε
- Όλοι άγιοι μ’ βοηθοί όλοι να με βοηθάνε
Και συ Άγιε Γιώργη καλέ, μεγάλο τόνομά σου,
Αυτή την κόρη απ’ έχεις αυτού για να μου τη χαρίσης
Να φέρω αμάξια το κηρί και φόρτωμα θυμιάμα
Μ’ αυτά τα βαλοτόμαρα, να κουβαλώ το λάδι
Να σφάξω και στη μνήμη σου τριών χρονών δαμάλι
Να βαφτιστώ και στη μνήμη σου και Γιώργη τόνομά μου
Αυτήν την κόρη πόχεις αυτού για να μου τη χαρίσης
Και σχίστηκε το μάρμαρο και βγαίν’ η κόρη έξω
Με τα μαλλάκια τσ’ ξέπλεκα, τα χέρια τσ’ κομποδιάζει
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, στη γη την γονατίζει
Ψιλή φωνίτσα έβγαλε όσο και αν μπορούσε
- Ακούστε σεις οι Χριστιανοί κι Ελλαδοβαφτισμένοι
Τον Άγιο Γιώργη μην τάξετε κηρί να μην του πάτε
Και συ Άγιε Γιώργη μου καλέ, και συ τα πολλά θέλεις.

Εκεί πέρα στ’ αντίπερα (χορευτικό)

Εκεί πέρα στ’ αντίπερα στα πράσινα λειβάδια
Τρανός χορός που γίνεται σαραντοκυκλωμένος
Και ο γιος του Ρήγα διάβαινε και το χορό κοιτάει
Και το άτι το κοντοκρατεί και το χορό κοιτούσε.
- Κύργιε μ’ μην ήμουν βασιλιάς, κύργιε μην ήμουν Ρήγας
Να πιάνωμαν να χόρευα που συρμοπούλα χέρι
Και η συρμοπούλα τάκουσε πολύ την κακοφάνηκε
- Γιατί μας βρίζεις βασιλιά, γιατί μας ξατιμάζης;
Ημείς ανδράδες έχομε, κάλλ’ απ’ την αφεντιά σου.

Η Αναστασία (χορευτικό)

Πέρα σ’ εκείνο το βουνό ψηλά σ’ εκείν’ τη ράχη
Πόχ’ ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον κάμπο
Εκεί είν’ ο πύργος γυάλινος με κρυσταλλένια τζάμια
Εκεί κοιμάται μια ξανθιά, ξανθή και μαυρομμάτα
Το πώς να την ξυπνήσουμε, το πώς να της το πούμε
- Ξύπνα καϋμένη Αναστασιά ξύπνα και μην κοιμάσαι
Ξύπνα ν’ ανάψης την φωτιά, ν’ ανάψης το λυχνάρι
- Πώς να σκωθώ λεβέντι μου από την αγκαλιά σου
Μπερδεύκαν τα μαλλάκια μου, μαζί με τα δικά σου
Έχασα το φεσάκι μου στη μέση από το στρώμα.

Τριών μερών γαμπρός (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
Ποτές μου δεν ονειρεύτηκα τέτοιο όνειρο δεν είδα
Παντρεύετ’ η αγάπη μου κι άλλον άντρα της δίνουν
- Ποιος είν’ απ’ αναστέναξε και στάθηκε το καράβι
Αν είν’ από τους δούλους μου, μισθό να τ’ αυγατίσω.
Αν είν’ από τους σκλάβους μου, για να τον απολύσω
- Εγώ είμ’ απ’ αναστέναξα και στάθηκε το καράβι
Τριών μερών γαμπρός ήμουν δώδεκα χρόνια σκλάβος
Ποτές μου δεν `νειρεύτηκα τέτοιο όνειρο δεν είδα
Απόψε που `νειρεύτηκα παντρεύσαν την αγάπη μου
Και άλλον άντρα της δίνουν.
Κατέβα κάτω στο στάβλο στους δώδεκα ταβλάδες.
Και διάλεξε το πιο γρήγορο
Τις τρεις μέρες περπατσιά να τσ’ πάρη για τρεις ώρες
Ένας γρίβας παλιόγριβας σαρανταπληγιασμένος
- Εγώ είμ’ άξιος και γρήγορος για τρεις μέρες περπατσιά
Το παίρνω για τρεις ώρες. Να μ’ αυγατίση το σανό
Το παίρνω για τρεις ώρες. Να μ’ αυγατίση την ταγή
σαράντα πέντε χούφτες, να μ’ αυγατίση το ποτό
σαράντα πέντε χούφτες. Και δέσε το κεφάλι σου
Με δυο με τρία μαντήλια. Και δέσε και τη μέση σου
Με δυο με τρία ζωνάρια. Κάλλια βαρεί το γρίβα του
Στ’ αμπέλι πάει και στάθει. Ευρίσκει τον πατέρα του
Στα μαύρα ήταν ντυμένος. Θα σε ρωτήσω καλόγερε
Σιαπού λαλούν παιγνίδια. Στην ερημιά παιδάκι μου
Στην νύφη μου την χήρα. Κάλλια βαρεί το γρίβα του
Στη βρύση πάει και στάθη. Βρίσκει τη μαννούλα του
Στα μαύρα ήταν ντυμένη. Θα σε ρωτήσω καλογριά
Σιαπού βαρούν παιγνίδια. Στην ερημιά παιδάκι μου
Στην νύφη μου την χήρα. Κάλλιο βαρεί το γρίβα του
Στην πόρτα πάει και στάθη. Κρασί ζητάει για να πιει
Η νύφη να κερνάει. Την αρραβώνα τ’ έρριξε μέσα εις το ποτάμι.
Ο γάμος να διαλυθεί, οι συμπεθέροι να φύγουν
Εμένα ήρθε το ταίρι μου, το πρώτο το στεφάνι.

Ο Ντούλας (τάβλας)

Σήμερα Ντούλα μ’ πασχαλιά, σήμερα πανηγύρι
Μάννες αλλάζουν τα παιδιά και οι πεθερές τις νύφες
Και συ Ντούλα μ’ στη φυλακή, στα σίδερα δεμένος
Ντούλα μου δεν ονειρεύεσαι τα σίδερα να σπάσης
Τι λες τι λες μαννούλα μου, τι λες κακό κεφάλι
Οι φυλακές τα σίδερα, και οι σιδερένιες πόρτες
Και οι στρατιώτες που φυλούν με την εφ’ όπλου λόγχη;
Έχουν και δεσμοφύλακες βαστούν κλειδιά στα χέρια.

Η Νεραντζούλα (χορευτικό)

- Νεραντζούλα μ’ φουντωμένη πούναι τα’ άνθη σου, πούναι κι οι καρποί
Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα γκρέμισε. Σε παρακαλώ βοριά μου
Τράβα σιγανά. Να μη μου γκρεμίσης τάνθη, και τον καρπό
Να μην πνίξεις τα καράβια τα Ζαγοριανά, Νεραντζούλα
Πόχουν μέσα παλληκάρια όμορφα παιδιά Νεραντζούλα.

Σήμερα Δέσπω Παχαλιά (χορευτικό)

- Σήμερα Δέσπω μ’ πασχαλιά, σήμερα πανηγύρι
Και συ Δέσπω μ’ δεν φάνηκες να έρθης στο σεργιάνι
- Μάννα μου έχω το παιδί, έχω τη σαρμανίτσα
- Σαν έχης Δέσπω μ’ το παιδί έχεις τη σαρμανίτσα
Κόψ’ ένα μήλ’ απ’ τη μηλιά και δος του να μερώση
Αν δεν μερώση με τ’ αυτό, σκάψε παράχωσέ το
- Μάννα χαζή και παλαβή, μάννα τρελλό κεφάλι
Εγώ έχω άντρα στην ξενιτιά, χρόνος και πέντε μήνες
Αφορισμό που άφηκε ποτέ να μην αλλάξω
Να κάνω χρόνους να λουστώ στην εκκλησιά μην πάω.

Ανάθεμά σε βασιλιά (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Ανάθεμά σε βασιλιά και μυριανάθεμάσε
Με το σεφέρι πούκαμες τώρα δώδεκα χρόνια
Το πρώτο παιδομάζωμα πήρες τον αδελφό μου
το δεύτερο τον άντρα μου το τρίτο τον υιό μου
Εγώ γυιό δεν είχα για σπαθί μηδέ και για ντουφέκι
Μον’ είχα για τα γράμματα να σέρνη το κονδύλι
Άντρας μ’ ήταν αγέραστος και τώρα γερασμένος
- Μαρί γνωρίζεις τον άντρα σου γνωρίζεις τον αδελφό σου;
- Τι να γνωρίσω αφέντη μου τώρα δώδεκα χρόνους;

Χίλια εκατό αρχοντόπουλα (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Χίλια εκατό αρχοντόπουλα μια λυγερή αγαπούσαν
Ούλοι όρκο έκαναν να πάνουν ένας ένας
Ούλοι τον όρκο πάτησαν και πήγαν ούλ’ αντάμα
Και η λυγερή αγνάντευε από το παραθύρι
- Που πάτε ορέ αρχοντόπουλα, και ήλθατε ούλ’ αντάμα
Μωρ’ Ροϊδακινιά. Χίλιες οκάδες μάρμαρο που έχω στην αυλή μου
Ποιος είναι άξιος και ικανός το μάρμαρο να σηκώση
Κάνας δεν αποκρίθηκε. Κι ένας κοντός κοντούτσικος
Στα γόνατα γονάτισε και πισωπατεί το ρίχνει.

Ούλα τα πουλάκια (χορευτικό)

Ούλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά το έρημο τ’ ηδόνι
Το μοναχό περπατεί στους κάμπους με τον αετό
Περπατεί και λέγει και κελαϊδεί. Άντρα μου ξενίτη
Πολιτευτή. Που την διάλεξες αυτή τη νιά
Την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά
- Απ’ την πόλι ερχόμουν και απ’ τα νησιά
Και από την γειτονιά της επέρασα
Τα βασιλικά της επότηζε και τις μαντζουράνες εδρόσιζε
Της ζητώ κλωνάρι και μ’ έδωσε. Της είπα κι ένα λόγο και της άρεσε
- Βρε παλληκαράκι κι αν αγαπάς, τι συχνοδιαβαίνεις και δε μιλάς.
Στείλε προξενητάδες στη μάννα μου
Και προξενητούδες στο μπάρμπα μου.

Σαράντα πέντε Κυριακές (χορευτικό)

Σαράντα πέντε Κυριακές και `ξήντα δύο Δευτέρες
Δεν είδα την αγάπη μου μπροστά για να χορεύει
Και ψες την είδα στο χορό μπροστά όπου χορεύει
Και με το μάτι της πατώ νόημα της κάνω
- Μαρί κρυσταλλομάγουλη και γαϊτανοφρυδούσα
Πότε θα φέρεις ράμματα να ράψω τα σαγιά σου
Και απ’ το χορό ξεπιάστηκε στη μάννα της πααίνει
- Μάννα νερό δεν έχομε σα φάμε τι θα πιούμε
- Μάννα νερό δεν έχομε σα φάμε τι θα πιούμε
- Μαρί πότε με ρώτησες και με ρωτάς και τώρα
Και τις βαρέλες άρπαξε στη βρύση να πααίνει.

Κάτω στα πέντε μάρμαρα (χορευτικό πασχαλινό)

Κάτω στα πέντε μάρμαρα στα έξη λιθαρίσια
Πολλή τρεμκή που γίνεται και ταραχή μεγάλη
Μηδά νε βάλλια σφάζουνε μηδά στοιχειά παλαίουν
Ουδέ νε βάλλια σφάζουνε ουδέ στοιχειά παλαίουν
Λύκος παιδάκι άρπαξε της μάννας του τσ’ αγκάλες
Χίλιοι πεζοί τον κυνηγούν και `ξήντα δυό καβάλλες
Και η μάννα πόχει το παιδί σιμά κοντά τον έχει
- Άφσε με λύκε το παιδί άφσε το μοναχό μου
Γυρίζει το παιδί και λέει από του λύκου το στόμα
- Μάννα ζουρλή και παλαβή μάννα ζουρλό κεφάλι
Φόντ’ έταζες δεν ξήταζες την μέρα τον Αγιώργη
Δος μου θεέ μυ ένα παιδί και ο λύκος ας μ’ το πάρη;

Γιοφύρι είχα (χορευτικό πασχαλινό)

Γιοφύρι είχα στη θάλασσα γιοφύρι είχα στον Άδη
Και ανέβαινε κατέβαινα το χάρο ερωτούσα
- Δείξες μου χάρε, δείξες μου, πότε θε να πεθάνω
- Δεν σου το λέω λεβέντι μου μου δεν σου το μαρτυράω
Αν έχεις ρούχα φέρες τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Κι αν έχεις άλογο καλό περπάτα καβαλλάρης
Την Κυριακή απ’ έρχεται την άλλη παραπάνω.

Άσπρο σταφύλι (χορευτικό πασχαλιάτικο)

Άσπρο σταφύλι τραγανό κομμένο από την Τρίτη
- Μωρή γαλάνω γαλανή γαλάνω πλουμισμένη
Τ’ έχουν τα μάτια σου και κλαιν και χύνουν μαύρα δάκρυα
Μηδά μάννα σου πέθανε μηδ’ αδελφός σου χάθη;
- Ουδ’ η μάννα μου πέθανε ουδ’ αδελφός μου χάθη
Άντρα έχω στην ξενιτειά χρόνος και πέντε μήνες
Κι ακόμα δύο τον καρτερώ και τρεις τον παντεχαίνω
Και αν δεν φανή κι αυτούς τους δυο καλόγρια θε να γένω
Να φουκαλώ τις εκκλησιές ν’ ανάβω τις καντήλες.

Κοράσι που τραγούδησε (πασχαλινό χορευτικό)

Κοράσι που τραγούδησεν επάνω στο γιοφύρι
Και το γιοφύρι ετρόμαξε κι ο πέλαγος εστάθη
Και το στοιχειό του ποταμού κι αυτό στην άκρη βγαίνει
Και με την κόρη μάλωνε και με την κόρη λέγει
- Άλλαξε κόρη μ’ τον ήχο να πης κι άλλο τραγούδι
Άντρα είχα φιλάρρωστο χρόνος και πέντε μήνες
Λαγού τυρί μου γύρεψε κι απ’ άγριο γίδι γάλα
Όσο ν’ ανέβω στο βουνό να κατεβώ στον κάμπο
Αρρώστησε ξιαρρώστησε και άλλη γυναίκα πήρε
Δεν τόχω πως με κάλεσε να πάω να στεφανώσω
Φκιάνω στεφάνι από κηρί και τα κηριά απ’ ασήμι
Και το στεφανομάνδηλο ούλου μαργαριτάρι
Με τι ποδάργια να σταθώ και μάτια να τηρήσω;
Και χέρια γοργυγύριστα ν’ αλλάξω τα στεφάνια;

Μπροστά στον Άγιο Γιώργη (χορευτικό)

Μπροστά στον Άγιο Γιώργη παίζουν δυο σπαθιά
- Τα μάθαταν τι γίνηκε τούτη την εβδομάδα;
Οι χρεωφυλέτες έρχονταν την Κώσταινα γυρεύουν
- Κώσταινα δος μας τ’ άσπρα μας, δόσε μας και το χρέος
Μπροστά στον Άγιο Γιώργη παίζουν δυο σπαθιά
Την πήρε το παράπονο και μέσ’ σταμπέλι μπαίνει
- Θα σε πωλήσ’ αμπέλι μου και θα σε παζαρέψω
Μπροστά στον Άγιο Γιώργη παίζουν δυο σπαθιά
- Σαν θες να δης πολύν καρπό να δης πολλά σταφύλια
Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους να με κλαδεύουν
Και κοριτσάκια ανύπαντρα να με βλαστολογήσουν
Μπροστά στον Άγιο Γιώργη παίζουν δυο σπαθιά
Κάθε κλίμα και φόρτωμα και βέργα και καλάθι.

Εσείς πουλιά πετούμενα (τάβλας)

Εσείς πουλιά, πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
Βρε τα καϋμένα, τα παραπονεμένα εσείς ταχειά,
Ταχειά παντρεύεστε και γίνεστε ζευγάρι
Και γω τρυγόνα ορφανή βρε η καϋμένη
Τρυγόνα πονεμένη σιαπού θα χτίσω τη φωλιά
Ορέ σιαπού θα χτίσω τη φωλιά σ’ απού θα σε ξεχειμάσω εγώ
Πάνω και χτίζω φωλιά στην καλαμιά και καίγεται η φωλιά μου
Βάζουν φωτιά, φωτιά στην καλαμιά και καίγεται η φωλιά μου
Μαζί με τα παιδιά μου σιαπού θα χτίσω φωλιά
Πάνω και χτίζω τη φωλιά στου πηγαδιού τα χείλη
Παν τα κορίτσια για νερό, χαλάνε τη φωλιά μου
Μαζί με τα αυτά μου αχ! Που θα χτίσω τη φωλιά
Πάνω και χτίζω και χτίζω τη φωλιά στου καραβιού
την πρώρη βρε η καϋμένη η παραπονεμένη
Μου την χαλάει η θάλασσα και που θα ξεχειμάσ’ εγώ.

Τι τον αγαπάτε (χορευτικό)

Σεις μωρέ κορίτσια, τι τον αγαπάτε τον ψηλό τον άντρα
Και τον ακαμάτη, τον χαραμωψώη τον χαραμοφάη
Πούσπερνε το χρόνο βέργιο με δυο φεσάκια σπόρο
Φύτρωσ’ ένα στάχυ ψηλά στο κατάρράχι, κλαίει και
θρηνείτει βέργιω μ΄ποιος να το θερίση, δεμάτια να το φκιάση.
Η καλή γυναίκα τον παρηγορούσε
Βάλε πέντε εργάτες βέργιω μ’ πέντε παραστάτες
Για να το θερίσουν δεμάτια να το φκιάσουν
Έκλαιγε και θρηνιούνταν ποιος θα τ’ αλωνίση
Και ποιος θα το ξεχωρίση βέργιω μ’.
Η καλή γυναίκα τον παρηγορούσε βάλε αλωνιστάδες
για να το αλωνίσουν και να το ξεχωρίσουν
Έκλαιγε και θρηνιούνταν ποιος να το πάη στο μύλο
- Πάρε τον αδερφό σου στο μύλο να το πάη
Για να το αλέση οπίσω να σου το φέρη
Έκλαιγε και θρηνιούνταν ποιος να το ζυμώση
Και ποιος να το ψήση. Η καλή γυναίκα τον
παρηγορούσε πάρε τον αδελφό σου βέργιω μ’
Για να σου το ζυμώση και για να το ψήση.

Λάμπει ο ήλιος (τάβλας)

Λάμπει ο ήλιος στα βουνά λάμπει και στα λαγκάδια
Έτσι λάμπει και η Λιάκαινα μεσ’ των Τούρκων τα χέρια
Σαράντα Τούρκοι την κρατούν και δεν την ξετάζουν
Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι Τούρκον άντρα να πάρης
- Κάλλια να δω το αίμα μου στη γης να κοκκινίζη
παρά να δω τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήση

Τράβα αέρα δροσερέ (τάβλας)

Τράβα αέρα δροσερέ, τράβα χαμπηλωμένε
Για να δροσίσης τα παιδιά τον Ζίρκα τον καϋμένον
Πως πολεμάει κατά καμπής κατάλακκα στον κάμπο
Χωρίς νερό χωρίς ψωμί χωρίς κανά σεφέρι.

Βάτια και αγκάθια (χορευτικό)

Βάτια κι αγκάθια πάτησα Βασίλω
Όσο να σ’ αγαπήσω μου λένε να σ’ αφήσω
Γυαλί και χτένι σούστειλα Βασίλω ώχ! αμάν Βασίλω
Όσο να σ’ αγαπήσω μου λένε να σ’ αφήσω
Φέτο τα στάρια χάλασαν Βασίλω και τι ψωμί θα φάμε
Ωχ! αμάν Βασίλω όσο να σ’ αγαπήσω μου λένε να σ’ αφήσω
Φέτο τ’ αμπέλια χάλασαν Βασίλω και τι κρασί θα πιούμε
Ωχ! αμάν Βασίλω όσο να σ’ αγαπήσω μου λένε να σ’ αφήσω
Κι όσοι μπεκρήδες τόμαθαν Βασίλω, πέσανε να πεθάνουν
Ωχ αμάν Βασίλω όσο να σ’ αγαπήσω μου λένε να σ’ αφήσω.

Σαράντα Παλληκάρια (χορευτικό)

Σαράντα παλληκάρια από τη Λιβαδειά
Όλα αρματωμένα πάνε για κλεψιά
Στο δρόμο που πηγαίνουν γέρ’ απάντησαν
- Που πάτε βρε παιδιά μου πάμε για κλεψιά
- Έλα και συ βρε γέρο κάνε μας συντροφιά
- Δεν έρχομαι παιδιά μου γιατί γέρασα
Περάστ’ από την στάνη και απ’ τα πρόβατα
Και πάρετε τον γυιό μου τον μικρότερο
Πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά
Που ξέρει τα λημέρια που ψήνουνε αρνιά
Που ξέρει τις βρυσούλες που πίνουνε νερό
Σαν πάνε και τον βρήκαν μέσα στη σπηλιά
Που έλυωνε ασήμι και τόφκιανε φλουριά.

Η μπαρμπαριά συννέφιασε (τάβλας)

Η μπαρμπαριά συννέφιασε κι’ από τη Δύση αστράφτει
Κι’ από τη Μαύρη θάλασσα σουλτάνα κατεβαίνει
Φέρνει το μούσχο στα μαλλιά τη ζάχαρι στα αχείλη
Φέρνει κι’ αγαποβότανο ανάμεσα στα στήθη
Ρηγόπουλο την κυνηγάει και θέλει να την πιάσει
Με δυο με τρία γαλόνια
- Σουλτάνα μ’ δος μας φίλημα φιλί και μαύρα μάτια
- Πώς να σε δώσω φίλημα εδώ στη Μαύρη θάλασσα
Άντε να πάμε στην στεργιά για να σου δώσω φίλημα.
Φιλί και μαύρα μάτια
- Έχω αρνιά που ψήνονται, λαγούς τηγανισμένους
Έχω κι ένα γλυκό κρασί στη βρύση που κρυώνει
Να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε.

Μικρός Γιωργής παντρεύεται (χορευτικό)

Μικρός Γιωργής παντρεύεται μικρή Γιωργίτσα παίρνει
Και εις το πρώτο πλάγιασμα τη βρήκε φιλημένη
-Κόρη μ’ το ποιος σε φίλησε και είσαι φιλημένη;
- Φόντ’ ήμαν δώδεκα χρονών πήρα τα δεκατρία
Και πήγα στον πνευματικό μα
Και πήγα στον πνευματικό να με ξομολογήση
Πνευματικός με φίλησε στα μάτια και στα φρύδια
Από μικρός στα γράμματα μικρός στα πινακίδια
Και τώρα στα γεράματα αρματωλός και κλέφτης
Ούλα τα κάστρα πάτησα κι ούλα τα μοναστήρια
Και το Βαλμάμι το κελλί δεν μπορώ να πατήσω
Τροϋρω-ύρω τούφερνα, Τροϋρω-ύρω φέρνω
Το τι μαστόροι τόφκιαναν τούτο το μοναστήρι
Πούναι ψηλά στο μάρμαρο σε στρόγγυλο λιθάρι
- Κατέβα κάτω γούμενε να μας ξομολογήσεις
Έχουμε ένα άρρωστο για να τον κοινωνήσης
Κι ο γούμενος γελάστηκε σαν άνθρωπος που ήταν
Στο σκαλοπάτι πάτησε του πήρε το κεφάλι. Παπαγιώργη μ’.

Σεις περήφανα πουλάκια (χορευτικό)

Σεις περήφανα πουλάκια που πετάτε αυτού ψηλά
Μήπως πάτε στη Θεσσαλία στην πατρίδα τη γλυκειά
Να σας δώσω ένα γράμμα να το πάτε στη μάννα μου
Να της πήτε ο γυιός σκοτώθηκε μέσ’ στη μάχη του εχθρού
Πες της νάρθη να με πάρη να με πάη στην εκκλησιά
Δίχως σάβανο με θάψαν δίχως ψάλτη και παπά
Πέσ’ της να τα βάψει μαύρα να φορέση λυπηρά
Άφησα γυναίκα χήρα και παιδάκια ορφανά
Που γυρίζουμε στους δρόμους μέρα νύχτα νηστικά
Ωχ σαν τα έρημα πουλιά ωχ! σαν τα έρημα πουλιά.

Εσείς γερόντοι Ραψιανοί (τάβλας)

Εσείς γερόντοι Ραψιανοί τα γράμματα που στέλνετε
στον καπετάν Νασιούλα
- Ναρθής, ναρθής Νασιούλα μου ναρθής να προσκυνήσεις
Θα σου χαλάσω τον υιό τον μοναχό σου
Τον πήρε το παράπονο και η ντροπή απ’ τον κόσμο
- Παιδιά μου πάρτε τ’ άλογο, να πάνε στον υιό μας
Θα μας χαλάσουν τον υιό, κι άλλον υιό δεν έχω
- Πολλά τα έτη Μπέη μου-Καλώς τον τον Νασιούλα
- Πολύ ακριβώς Νασιούλα μου να ρθής να προσκυνήσης
- Δεν μας αφήνουν τα βουνά κι αυτές οι κρύες βρύσες
- Δεν μας αφήνουν τα βουνά και αυτές οι κρύες βρυσούλες
Ο Νάσιος τα κατάλαβε τα Τούρκικα τα ξέρη.

Ο Παναγιώτης (τάβλας)

Πήρε ο Μάης δώδεκα κι Απρίλης δέκα πέντε
Βγήκαν οι Βλάχοι στα βουνά βγάλαν και τα κοπάδια
Του Παναγιώτη η κοπή δεν φάνηκε να έρθη
Στον κάμπο βόσκουν μοναχά χωρίς κάναν αφέντη
Ανάρμεγα κι ακούρευτα χωρίς κάναν αφέντη
Η Παναϊούλα τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνηκε
βάζει και στολίζεται και βάνει το γκιορντάνι
Και κίνησε και πάαινε με το παιδί στα χέρια
Στο στρουγκολίδι έκατσε και τους καλημερούσε
- Καλημέρα σας, βρε παιδιά, καλώς την Παναϊούλα
Παιδιά μ’ το τι είστε στα λερά, το τι είστε λερωμένοι;
- Τα πρόβατα κουρεύαμε τα έρημα ζυγούρια
- Παιδιά μ’ γιατί είνι έρημα που είν’ τ’ αφεντικότα
- Ο Παναγιώτης δεν μπορεί πέρα σε κείν’ τη ράχη
- Σύρτε παιδιά μ’ και φέρτε τον και γω θα τον γιατρέψω
Ο Παναγιώτης πέθανε τώρα δώδεκα μέρες.

Μην τον είδατε (χορευτικό)

- Μην τον είδαταν τον συναντήσαν το Νίκο το λεβέντη τον αμαρτωλό
- Ψες τον είδαμαν τον σιναντήσαμαν στα βλά
- Ψες τον είδαμαν τον σιναντήσαμαν στα Βλάχικα κονάκια, έτρωε κι έπινε
Τον κερνούσανε τον συνερνούσανε πέντ’ έξη βλαχοπούλες, τον κερνούσανε
Κι η μικρότερη ήταν `ξυπνότερη.
Κρυφά τον κουβεντιάζει και του έλεγε
- Δεν παντρεύεσαι, δεν προξενεύεσαι καπετάνιε μου
Να πάρεις βλαχοπούλα σαν και μέναμε βρε καπετάνιε
- Δεν παντρεύομαι, δεν προξενεύομαι, να πάρω βλαχοπούλα σαν κι σένανε
Έχω δικαστήρια βρε προξενητάρια. Θέλουν να με δικάσουν κάπου `σόβια
Βρε καπετάνιε μου.

Το μάθαταν τι γίνηκε (τάβλας)

- Το μάθαταν τι γίνηκε στην πέτρα στο Νιχώρι;
Πούκανε η τσιούπρα το παιδί και το βαστάει στα χέργια
Κάνας δεν την λόγιασε πως ήταν κοριτσάκι
Παλουπασιάς τη λόγιασε τσαούσης τη ρωτάει
- Πού τούβρες τσούπρα το παιδί και το κρατάς στα χέρια;
- Αντράδερφός μ’ μεγέλασε στην ντραγασιά στ’ αμπέλια
- Θέλεις σταφύλια νύφη μου, θέλεις και κοντοκλάδι;
Θέλεις και μοσχοστάφυλο πούναι δροσιά γεμάτο;
Αν θέλεις νύφη μ’ κι αν το δέχησαι γυναίκα να σε πάρω;
- Αν θέλεις κι αν το δέχησαι σκότωσ’ τον αδερφό σου
- Το τι αφορμή να του ευρώ να ρίξ’ να τον σκοτώσω;
- Έχετ’ αμπελοχώραφα βάλτε να τα μοιράστε
Όσ’ είναι λάκκες και καλά πάρτα η αφεντιά σου
Κι όσ’ είναι γούρνες και νερά δος του τον αδερφό σου
Κι αν δεν τ’ αρέσουνε αυτά ρίξε και σκότωσέ τον.

Απ’ την Ουβριά (χορευτικό πασχαλινό)

Απ’ την Ουβριά κι αμάν-αμάν
απ’ την ουβριά θε να διαβώ
Κι από την Οβριοπούλα Κατερινάκι μου
Να ιδώ ουβριά πως λούζεται πως βάνει το φκιασίδι Κατερινάκι μου.
Στο καρδιστό κι αμάν-αμάν στο καρδιοτσόφλιο λούζεται
Κι όξω νερό δεν χύνει Κατερινάκι μου
Κι όξω νερό δεν χύνει δεν βγαίνεις να σε ιδώ Κατερινάκι μου.
Ουβριά μ’ για δε βαφτίζεσαι κι αμάν-αμάν να γίνης Ρωμιοπούλα
Δεν βγαίνεις να σε ιδώ
- Σαν θέλετε αμάν-αμάν σαν θέλετε να βαπτισθώ
Να γένω Ρωμιοπούλα Κατερινάκι μου
Φέρτε παπάδες δώδεκα κι αμάν-αμάν δεσπότες δέκα πέντε Κατερινάκι μου
Τότε κι εγώ κι αμάν-αμάν, τότε και γω θα βαπτισθώ
Να γένω Ρωμιοπούλα Κατερινάκι μου, δεν βγαίνεις να σε ιδώ.

Κάτου στον κάμπο Γιώργη μ’ (χορευτικό πασχαλινό)

Κάτω στον κάμπο Γιώργη μ’ τον πλατύ και στη μεγάλη λάκκα
Αφήν’ ο Γιώργης την κλεψιά και πιάνει το ζευγάρι
Φκιάνει αλέτρι Γιώργη μ’ από μηλιά ζυγό μαλαματένιο
Φκιάνει και την αξιάλη του κορφή από κυπαρίσσι
Και η κόρη Γιώργη μ’ από τον αγαπάει και η κόρη που
Τον αγαπάει, πέει ψωμί κοντά του.
Κάτσε Γιώργη μ’ Γιώργη μ’ να φας ψωμί αν μορφογιοματίσης.

Ο Δήμος ο Πραματευτής (χορευτικό πασχαλινό)

Ο Δήμος ο πραματευτής δείξε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ ο Δήμος ο στρατιώτης ματάκια μάυρα μάτια
Φέρνει μουλάρια δώδεκα δείξε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ καού μούλες δέκα πέντε, ματάκια μαύρα μάτια
Κι όταν ξυπνά ο νιούτσικος δείξε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ σ’ άλλο δερβένι βρέθη ματάκια μαύρα μάτια
- Που πας που πας ρε μοϊμουλα δείξε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ πού πας μωρέ ρωμάδα, ματάκια μαύρα μάτια
Εδώ ήταν κλέφτες μια φορά δείμε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ εδώ ήταν χαραμήδες ματάκια μαύρα μάτια
Το λόγο δεν απόσωσε δείξε μ’ την καρδούλα
Γυιέ μ’ τον λόγο δεν από είπε, ματάκια μαύρα μάτια

Νάχα ένα μήλο νάρριχνα (χορευτικό πασχαλινό)

Νάχα ένα μήλο νάρριχνα για να το ρίξω στο χορό
Να ιδώ την κόρη απ’ αγαπώ κι ωχ! αμάν-αμάν
Πως στέκει πως λυγίζεται και βεργοκαλαμίζεται
Σαν το καλά κι ωχ! αμάν αμάν σαν το καλάμι
Στο γυαλό έτσι στέκει και λυγιέται και βεργοκαλαμίζεται.

Σαν τι κακό που γίνεται (τάβλας)

Σαν τι κακό που γίνεται στου Χρήστου τη γυναίκα
Εξήντα Αρβανίτες την κρατούν και τρεις την κουβεντιάζουν
- Γίνεσαι Τούρκα Χρίσταινα Τούρκον άντρα να πάρης
- Κάλλιο να δω το αίμα μου στη να κοκκινίση.
Παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήση
Κι ο Χρίστος την αγνάντευε απ’ ένα καραουλάκι
- Που πας ψηλέ μ’ που πας λυχνέ μ’ πού πας καμαρωμένε
- Στη Λάρσα πάνω Χρίστο μου πάνε να με τουρκέψουν
- Μη σκάζεσαι μωρ’ Χρίσταινα μη σκιάζεσαι καϋμένη
Ο Χρίστος είναι ζωντανός ποτέ δεν προσκυνάει.

Σήκω Μαρούλα (τάβλας)

Σήκω Μαρούλα μ’ το πρωί και σκάρισε τα γίδια
Για σκάρεστα Μαρούλα μ’ για σκάριστα για ρούσετα (μέτρα)
- Τα σκάρισα και τ’ άρρουσα κι η μπάρτσια η κουτσουκέρα
Μας λείπ’ κι ένα παλιό τραγί κ εν κουτσό βυτούλι.

Ο Κατσαντώνης (τάβλας)

Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα λίγο να ξανασάνω
Μα χαιρετίσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες
Ν’ αφήσω γειά στους φίλους μου και γειά στους συγγεννήδες
Ν’ αφήσω διάτα στα παιδιά διάτα στα παλληκάρια
Φωτιά να βάλουν στην Τουρκιά σ’ όλο το βιλαέτι.

Ο Λύγγος (τάβλας)

Οι κλέφτες μπαρμπερίζονται και στρίβουν το μουστάκι
Και στον καθρέφτη κοιτάζουν και στο γυαλί κοιτάζουν
- Άσπρα κεφάλια π’ όχομε Λύγγο καϋμένε Λύγγο
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο βρε Λύγγο, Λύγγο
Δεν θέλει να χορέψη μον’ τ’ άρματά του κοίταζε
Βρε Λύγγο, βρε Λύγγο και το μουστάκι κλώθει
- Ντουφέκι μου περήφανο, βρε Λύγγο, βρε Λύγγο
Σπαθί ξεγυμνωμένο βρε Λύγγο μου Λεβέντη
Σαν τι κακό που σ’ έκανα βρε Λύγγο βρε Λύγγο
Και σε λυπημένο βρε Λύγγο και Νταβέλη.

Διψάει ο Αντώνης για νερό (τάβλας)

Διψάει ο Αντώνης για νερό και ποιος πάη να φέρη
Ο Γιώργος αρπάζει το ασκί νερό πάη να φέρη
Σαν παίρν’ ένα στρατί-στρατί, στρατί και μονοπάτι
Το μονοπάτι τον έβγαλε στην ενέδρα επάνω
Δεν πρόκανε ο δυστυχής τους άλλους να φωνάξη
Και ζωντανό τον πιάσανε τον Γιώργο τον λεβέντη

Από τη γης βγαίνει νερό (χορευτικό)

Από τη γης βγαίνει νερό Θανάση-Θανασάκη
Κι από την ελιά το λάδι
Κι απ’ τη δική μου την καρδιά
Τρία γυαλιά φαρμάκη
Τόνα το πίνω το πρωί τ’ άλλο το μεσημέρι
Το τρίτο το φαρμακερό το πίνω βράδυ-βράδυ.

Που είσαι και δεν φαίνεσαι (χορευτικό)

- Που είσαι και δεν φαίνεσαι μικρή παπαδοπούλα
- Που είσαι και δεν φαίνεσαι μικρή παπαδοπούλα μου
Γυιέ μ’ που είσαι και δεν βγαίνεις δένδρα και κλαριά μαραίνεις
- Στους ουρανούς παλάμιζα (έγνεθα) γεια σου μωρή βλάμισσα
Γυιέ μ’ στους κάμπους τα ιδιάζω, δένδρα και κλαδιά ραγιάζω
- Κύργιε μ’ για να τσακιστή το χτένι
Περδικούλα μου γραμμένη να ρθή στη γειτονιά γι’ αυτή
Γυιέ μ’ στη γειτονιά για χτένι, περδικούλα μου γραμμένη.

Όλες οι όμορφες (χορευτικό)

Όλες οι όμορφες τάχουν καμάρι
Μια κοντή μελαχροινή το παράκανε πολύ
Και Τούρκος την αγνάντευε γυναίκα να την πάρη
Σφάζεται σκοτώνεται Τούρκισσα δεν γίνεται
- Κι αν σφαγής και σκοτωθής
Τουρκοπούλα θα γεννής
Κρασάκι γίνεται στο βαρελάκι μπαίνει
- Εγώ μπεκρής θε να γίνω
Εσύ δεν έχεις βασταμό
- Περδικούλα γίνομαι στα πλάγια πάω και πετώ
- Κυνηγός θε να γινώ πάλι σε κερδίζω εγώ.

Ο Βλαχοθανάσης (τάβλας)

Κάπου βελάζουν πρόβατα κάπου βροντούν κουδούνια
Λεβέντης εροβόλαγε μωρέ Βλαχοθανάση από ψηλή ραχούλα
Κι ο χάρος τον αγνάντευες στο μαύρο του καβάλα
- Λεβέντη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις
- Εγώ απ’ τα πρόϊτ’ έρχομαι στο σπίτι μου πααίνω
- Λεβέντη μ’ μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου
- Για έβγα να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια
Κι αν θα με ρίξης μια φορά θα πάρης την ψυχή μου
Κι αν σε νικήσω δυο φορές θα πάρω την δική σου.

Παίρνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά (τάβλας)

Παίρνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει
Δέσπω βλαχούλα μου το χέρι σου το παχουλό,
το μάγουλο τ’ αφράτο
να τόβαζα προσκέφαλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες
νάναι η μέρα του Μαγιού και η νύχτα του Γενάρη
να σε χορτάσω φίλημα να σε χορτάσω χάδια.

Ανάθεμα τη μάννα σου (τάβλας)

Π’ ανάθεμα τη μάννα σου μωρ’ κυρ’ Ασήμω μ’
Πού σ’ έστειλε στο γάμο και σ’ είδαν τα ματάκια μου
Πλημμύρισαν με δάκρυα και δεν έχω τι να τα κάμω
- Γύρε να πης τη μάννα σου να κάμη τέτοια γέννα
Να κάψη κι άλλον την καρδιά πως έκαψε κι εμένα
- Η μάννα μ’ τώρα γέρασε και δεν μπορεί να κάμη
κι άλλη, να κάψη κι άλλον την καρδιά πως έκαψε κι εσένα.

Εγώ τα ξένα πόνεσα (ξενιτειάς)

Εγώ τα ξένα πόνεσα και θέλω να πααίνω
Σήκω μαννούλα μ’ ζύμωσε αφράτο παξιμάδι
Με πόνοι βάλε το νερό με δάκρυα κοσκίνησέ το
Με βαρειαναστενάγματα βάλε και ζύμωσέ το
Με πόνοι βάνει το νερό με δάκρυα κοσκινάει
Με βαρειαναστενάγματα βάνει και το ζυμώνει
- Θέ μου ν’ αργήση το ψωμί, να φύγουν οι συντρόφοι
Και το παιδί μ’ να μείν’ εδώ στα ξένα να μην πάη.

Τι να σου στείλω ξένε μου (ξενιτειάς)

- Τι να σου στείλω ξένε μου τι να σου παραγγείλω
Σου στέλνω μήλο σήπεται κυδώνι μαραγγιάζει
Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι
Το δάκρυ μ’ ήταν καυτό και κάηκε το μαντήλι
- Ξένε μου το μαντήλι σου τι τόχεις λερωμένο
- Η Ξενιτειά μου το λέρωσε και τόχω λερωμένο
- Δεν ηύρες βρύσες με νερό ποτάμι να το πλύνης
Στείλε το ξένε στείλε το στείλε το να το πλύνω
- Πού ναύρης μάννα μ’ πού ναύρης το σαπούνι
Βάνω το δάκρυ μου νερό το σάλι μου σαπούνι
Να πλύνω το μαντήλι σου που τόχεις λερωμένο
Τα έρημα τα ξένα να σβύσουν να καούν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας