Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Ο Δάσκαλος Δημήτριος Μπούγας - Λαογραφική μελέτη Μέρος Γ’

 Από την πλούσια πνευματική και λαογραφική μελέτη, του Δημητρίου Μπούγα, όπου κατέγραψε και διέσωσε μια σπάνια λαογραφική συλλογή της περιοχής του Βαλτινού και κάτω Ελάτης (450 σελίδων), παρουσιάζουμε τα διηγήματά του, που αποτελούν το τρίτο μέρος της μελέτης αυτής.



Διηγήματα του Δημητρίου Μπούγα

Μια Δυτικοθεσσαλική γωνιά

Την εύφορον και πλουσίαν δυτικοθεσσαλικήν πεδιάδα, διακόπτει απότομα το υπερήφανο παρακλάδι της Πίνδου, ο γρανιτώδης Κόζιακας (Κερκέτιον όρος), ο οποίος υψώνεται σκυθρωπός και απειλητικός, ιδίως όταν πυκνά νέφη καλύπτουν την λευκήν κεφαλήν του και με τους γκρίζους βράχους του, δίδει την εντύπωσιν φυσικού φύλακος, όστις προστατεύει την προς ανατολικά του πεδινήν τούτην περιοχήν. Πυκνά δάση κατά ζώνας από έλατα, βελανιδιές, καστανιές και άλλα άγρια δένδρα, στολίζουν τας πλαγιάς και το περισσότερον μέρος των κορυφών του, ενώ πλήθος χαραδρών καθέτων και οριζοντίων με άφθονα κρυστάλλινα και ορμητικά νερά, ρυτιδώνουν τον αιώνιον και γιγάντιον κορμόν του. Φυσικαί πηγαί διαυγούς ύδατος συναντώντε σε κάθε γωνιά του βουνού και δίνουν εις αυτό πλουσίαν ζωήν, ομορφιάν και χάριν απαράμιλλον, ώστε να θαυμάζη, να χαίρεται και να μαγεύεται ο κάθε επισκέπτης καθ’ όλας τας εποχάς σχεδόν του χρόνου.
Δροσερό και μυρωμένο αεράκι περνά από τα ελατοδάση, τους κρημνούς και ρεματιές, ξεχύνεται στην κατακαμμένην από την ηλιακήν θερμότητα πεδινήν περιοχήν όπου ανακουφίζει ζώα και φυτά, εξευγενίζει το πνεύμα, φρεσκάρει την σκέψιν του ανθρώπου, του δίδει χαράν και δύναμιν διά τον αγώνα της ζωής και την πρόοδόν του. Τα νερά των φυσικών και πλουσίων πηγών του Κόζιακα προς την ανατολικήν πλευράν του, κατέρχονται προς τον δυτικοθεσσαλικόν κάμπο, σχηματίζουν τους μικρούς ποταμούς και χειμάρρους, ο σπουδαιότερος των οποίων είναι ο Ανάποδος, εις τον οποίον συγκεντρώνονται τα περισσότερα ύδατα των πηγών της περιοχής αυτής. Πλούτος και ομορφιά συνδυάζονται και τίθενται εις την υπηρεσίαν του ανθρώπου από το χέρι του δημιουργού. Φυσικά κάλλη ηλεκτρίζουν, μαγεύουν και ενθουσιάζουν τον άνθρωπον.

Η συνέχεια του βουνού διακόπτεται αριστερά μέν από τας φυσικάς πύλας της Πόρτας από όπου διέρχεται ο ορμητικός Πορταϊκός ποταμός, δεξιά δε από τας ομοίας τοιαύτας της Καλαμπάκας (Σταγών) με τους ορθούς και γιγαντιαίους βράχους των Μετεώρων, προ των οποίων ο άνθρωπος στέκεται σκεπτικός και ταπεινομένος. Από εδώ κατέρχεται προς την Θεσσαλικήν πεδιάδα και ο μεγαλύτερος ποταμός της Θεσσαλίας, όστις διασχίζει ολόκληρον την εριβώλακα θεσσαλικήν γην, συγκεντρώνει όλα τα νερά της και διά των στενών των Τεμπών, εκβάλλει εις Αιγαίον Πέλαγος, αφού χαρίση τα πλούσια δώρα του εις τον μοχθούντα Θεσσαλόν αγρότην. Η συμβολή των τριών τούτων ποταμών γίνεται σχεδόν εις εν κοινόν σημείον, όπου σχηματίζεται μεταξύ αυτών και του Κόζιακα, εν είδει δέλτα, μια από τας πλουσιωτέρας περιοχάς της Ελλάδος. Με τα άφθονα νερά και τα διάφορα λιπαντικά στοιχεία που συσσωρεύονται και διασκορπίζονται διά των ποταμών εις το πεδινόν τμήμα, δημιουργείται τοιαύτη εδαφική κατάστασις, την οποίαν δυνάμεθα να ονομάσωμεν γην επαγγελίας συγκριτικά και γενναιόδωρον τροφόν του ανθρώπου.
Χωριά μεγάλα, μικρά, συνοικισμοί και μεμονωμένοι οικισμοί είναι εγκατεσπαρμένα κατά τρόπον ασφυκτικόν μέσα εις τον πεδινόν τούτον χώρον. Το κεντρικόν και πλουσιώτερον μέρος κατέχουν αι κοινότητες Παραποτάμου (Τσαγαλί) μετά των συνοικισμών Λιλής και Βαλομανδρίου και Βαλτινού μετά των συνοικισμών Μελέγου, Ασπροβάλτου, Λεσιανών και Αμμουδιάς ενώ δυτικώτερον αυτών εκτείνεται η κοινότης Δενδροχωρίου μετά των τριών συνοικισμών της αμιλλωμένη τας δύο ετέρας κοινότητας εις την ποιότητα του εδάφους και την παραγωγήν. Γεωργικά και κτηνοτροφικά κυρίως προϊόντα είναι τα δώρα της πλούσιας αυτής γης προ τους φιλοπόνους καλλιεργητάς της, παρά την εδαφικήν στενότητα. Υψομετρικήν απόστασιν κατά μέσον όρον 125μ. κλίμα υγρόν, ελονοσία 3 εμάστιζεν άλλοτε τους κατοίκους. Ήδη με τα αποστραγγιστικά και προστατευτικά έργα εξησφαλίσθη η παραγωγή και διά των συγχρόνων μέσων καλλιεργείας ηυξήθη σημαντικώς, προήχθησαν οι κάτοικοι, εβελτίωσαν το βιοτικόν των επίπεδον και με την προαχθείσαν μέχρι τίνος σημείου συγκοινωνίαν, ήλθον εις άμεσον επικοινωνίαν με τα διάφορα καταναλωτικά κέντρα της πόλεως Τρικάλων κ.λπ.
Το περισσότερον μέρος ανήκει εις τον τέως Δήμον Πιαλίων με τα είκοσι τέσσαρα χωριά του κατά την παλαιάν διοικητικήν διαίρεσιν. Τα μεγαλύτερα από τα πεδινά χωριά σήμερον είναι η Φύκη, το Βαλτινόν, το Διαλεχτόν με πλουσίαν γεωργικήν παραγωγήν, μικράν βιοτεχνίαν, βιομηχανίαν μονοκυλινδρομύλων, επεξεργασίας καπνού Μπέρλεϋ κ.λπ. που δίδουν κάποιαν οικονομικήν ζωήν εις τον τόπον. Πλουσία βλάστησις δίδει δροσιάν και υγείαν εις τους ανθρώπους και τα ζώα κατά τους καλύτερους μήνας του καλοκαιριού, κάτω από την σκιάν των πυκνοφύλλων δένδρων. Τα ημιορεινά ως το Δούσικο με την ιστορικήν μονήν του Αγίου Βησσαρίωνος, την Βυζαντινήν εκκλησίαν της Πόρτα-Παναγιάς και την τοξοειδή λιθίνην γέφυραν επί του Πορταϊκού, ενθυμίζουν παλαιάς ιστορικάς εποχάς. Η Πιαλία με το υγιεινόν της κλίμα διεκδικούσα και την πατρότητα του Ασκληπιού, τα Λεσιανά, το Γοργογύρι με τα μαντάνια του, το Ξυλοπάροικο, ο ωραίος και υγιεινός Πρόδρομος με το λαογραφικόν του παρελθόν και υπεράνω αυτών η ωραία Κόρη με υπέρ χιλίων μέτρων υψόμετρον, το μπαλκόνι του Κόζιακα και θαυμάσιον παραθεριστικόν κέντρον των Σαμαριναίων, ατενίζουν εξόχως το πανόραμα του σκυθρωπού και ομιχλώδους Θεσσαλικού κάμπου, ενώ δεξιά των ίσταται υπερήφανη η οροσειρά των Αγράφων με τα λημέρια των κλεφτών Καραϊσκάκη και Κατσαντώνη και αριστερά τα Χάσια, την φωλεάν του Βλαχάβα με τας ιστορικάς μονάς των Μετεώρων, τας χιονοσκεπείς κορυφάς του Ολύμπου και εις το βάθος ανατολικά η Όσσα, το Πήλιον και η Όθρυς, περιβάλλουν προστατευτικά την γόνιμον θεσσαλικήν πεδιάδα. Το Διαλεχτό, το Πρίνους, η Μεγάρχη και άλλα χωριά εις τας παρυφάς του Κόζιακα, συμπληρώνουν την όλην εικόνα του Δυτικοθεσσαλικού τούτου τοπίου και το στολίζουν ως αδάμαντες ακτινοβολούντες μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Οι όγκοι ούτοι των βουνών γύρωθεν παραμένουν οι θεματοφύλακες της ελευθερίας και της Ελληνικής λεβεντιάς, δεν διαθέτουν υλικήν ευμάρειαν, αλλά πνεύματα εξευγενισμένα και αδούλωτα δημιουργούν. Πόσον θα ήτο προηγμένον το πνευματικόν και εκπολιτιστικόν επίπεδον των κατοίκων αυτών, εάν εδίδετο μία μεγαλυτέρα προσοχή διά την αξιοποίησίν του μέσα εις το κοινωνικόν σύνολον του Έθνους μας! Κάποτε ίσως. Διότι οι άνθρωποι της προόδου μελετώντας την φύσιν και την αρχαιότητα, ενώνουν αυτάς και κατανοούν την πραγματικήν ωραιότητα της φύσεως και δύνανται ούτω να φθάσουν εις τοιούτον ύψος, ώστε να επανέρχωνται αι ωραίαι ημέραι του παρελθόντος, να παράγουν έργα Τέχνης και πολιτισμού, εφάμιλλα των κλασσικών περιόδων, να διανοίγουν νέους ορίζοντας διά τας μετέπειτα γενεάς, κερδίζουν την ευσέβειαν και τον θαυμασμόν, δημιουργούν ωραιότητας, αίτινες εξεταζόμεναι βαθύτερον, αποκαλύπτονται αληθώς θείαι, δικαιολογούσαι τον θείον προορισμόν του ανθρώπου.


Ο Πλάτανος

Στην Ελληνικά μας Ιστορία και στην Εθνική μας ζωή, το δέντρο τούτο κατέχει μια σημαντική θέση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Φιλοξενείται και αναπτύσσεται ραγδαία σε όλα τα Ελληνικά εδάφη. Κάτω από τον ίσκιο του δροσίζονταν και αναπαύονταν η ωραία Ελένη, κοντά στον Ευρώτα, μαγεμένη και ονειροπαρμένη από το εξαίσιο πανόραμα του Λακωνικού κόλπου στο βάθος Πλάτανο, την «Μενελαΐδα», φύτεψε και ο Μενέλαος στις καρυές και κάτω από τον πλάτανο στην Αυλίδα θυσίασε και ο Αγαμέμνων, όταν έμαθε την νίκην και τον τερματισμό του πολυαίμακτου Τρωικού πολέμου. Μα και ο πλάτανος του Ασκληπιού στην Κω και στους Δελφούς από όπου η Λητώ ωδήγησε τα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμι για να εξοντώσουν τον Πύθωνα, τι μας θυμίζουν και σε ποιους κόσμους μας φέρουν πίσω στα δημιουργικά Ελληνικά εκείνα χρόνια του μύθου, της φαντασίας και της λαμπρής πραγματικότητας.
Στο «Μεγάλο πλάτανο» ή στον «Πλάτανο το Βαρμποπίτικο» έλεγαν με κάποια υπερηφάνεια οι κάτοικοι από τη Φήκη και τα περίχωρά της την τοποθεσία στη θέσι «Μωραΐτης» σύνορα Βαλτινού – Φήκης κοντά στον Ανάποδο και σε απόστασι μόλις λίγα χιλιόμετρα από το λεβέντικο και ιστορικό Κόζιακα. Εδώ βρίσκονταν ο γέρικος και αιωνόβιος πλάτανος και παρά τα χρόνια του, διατηρούσε μια σπάνια θαλερότητα και νεανικότητα όπου ο επισκέπτης, όταν τον αντίκρυζε, έμεινε κατάπληκτος και αμίλητος. Αποτελούσε ένα σημαδιακό φαινόμενο, όρατό από όλες τις κορυφές των βουνών που περικλείουν τη μεγάλη θεσσαλική πεδιάδα και καμάρι του Δυτικοθεσσαλικού τούτου τοπίου μέσα στο οποίο τον τοποθέτησεν η φύση.
Χοντρά, βαρειά και μεγάλα κλωνάρια εκτείνονταν γύρω από τον κεντρικό κορμό του άνετα και οριζόντια, με φύλλα πλατειά κι ευκίνητα, παλαμόνευρα, πολύλοβα, οδοντωτά, καρδιόσχημα και με σπειροειδή διάταξι, με μακρούς μίσχους τους οποίους περιέβαλλε σαν λαιμοδέτης ένα σύστημα από παράφυλλα, χρώμα ανοιχτοπράσινο, με συμμετρική ανάπτυξι και διάταξι στη γενική του κατατομή, παρουσίαζαν μια φυσική και υπέροχη μεγαλοπρέπεια. Εφάνταζε από μακρυά σαν τεράστιο κεφάλι του Δία ή ωραίας «καρικομόεσσας» κόρης και μπορούσε να προσανατολισθή ο καθένας από όποιο και αν ήθελε σημείο. Το πάχος του κορμιού του στη βάσι του, περνούσε από 3,5 μ. διάμετρο και το ύψος του περισσότερο από 40 μ., πλησίαζε τον ουράνιο θόλο.
Ο χρόνος στάθηκε ανίκανος να δαμάση τη δύναμή του καθώς μαρτυρεί ακόμα μέχρι σήμερα η αρυτίδωτη και χωρίς ρωγμές φλούδα του. Άφηνε ελεύθερα να περνάν από τα διάκενα οι ηλιαχτίδες για να δίνουν ζωή και δροσιά κάτω από το βαθύ ίσκιο του. Οι ξύλινοι όγκοι του, η πλούσια φυλλωσιά του, δεν προσβάλλονταν εύκολα από τας επιθέσεις της φύσεως και τα διάφορα στοιχεία της. Η ασύγκριτη και παροιμιώδης αντοχή του, στη διαβρωτική δύναμι των εντόμων, στους μανιώδεις ανέμους, στα χιόνια, στις παγωνιές, στον ήλιο, στις καταιγίδες, στους κεραυνούς που συνήθως χτυπούν τις ψηλές κορυφές των βουνών και των δένδρων και ιδίως του πλατάνου με την ευηλεκτραγωγική του ιδιότητα, του έδιναν μια ιδιαίτερη και ιδιάζουσα αξία και σημασία. Η λαϊκή φαντασία και η θρησκευτική πίστη έπλασε ανύπαρκτες ιστορίες με υπερφυσικές δυνάμεις. Με ιερή ακολουθία είχε αγιασθή στο όνομα του Αγίου Νικολάου και από θρησκευτικό φόβο και ευλάβεια κανένας δεν τολμούσε να του αφαιρέση τη ζωή. Τρέφονταν από το πλούσιο και υγρό έδαφος που έχει η περιοχή και μαζύ με άλλα αδέλφια του και διάφορα φυτά και θάμνους στα παλιά τα χρόνια με την πλούσια βλάστηση, έδειχνε σαν μια μικρή ζούγκλα μέσα στην οποία φιλοξενούνταν άγρια ζώα και ερπετά καθώς και οι λύκοι, αλεπούδες, τσακάλια, ίσως και αρκούδες, φίδια κ.λπ. πολλά από τα οποία και σήμερα ακόμα βρίσκουν καταφύγιο και θηράματα οι κυνηγοί.
Τα χρόνια της τρομοκρατίας που ο Αγάς πατούσε στο λαιμό το δύστυχο ραγιά, κάτω από τον ίσκιο του ιστορικού τούτου πλατάνου, οι κλέφτες του Κόζιακα συγκεντρώνονταν με ασφάλεια και κατέστρωναν τα σχέδια εναντίον του τυράννου. Εδώ είχαν και το κέντρο και το ορμητήριο. Εδώ έψηναν τα αρνιά, κρεμούσαν τα άρματα και γλεντούσαν ελεύθερα οι αδούλωτοι και ατρόμητοι λεοντόκαρδοι Έλληνες. Οι υψηλές του κορυφές χρησίμευαν για καραούλια και παρατηρητήρια κλέφτικα. Η φλογέρα και η τζαμάρα σκορπούσε τους μελωδικούς χαρακτηριστικούς ήχους της προς όλες τις κατευθύνσεις. Ποια αξία μεγαλύτερη θα έχη ο πλατανότοπος των Κομποτάδων στη Λαμία όπου ο Διάκος, ο Πανουργιάς, ο Δυοβουνιώτης και ο Επίσκοπος των Σαλώνων Ησαΐας, από κοινού κατέστρωναν τα σχέδια εναντίον του Δράμαλη κατά την τρομερήν του εκείνην επιδρομήν εναντίον της επαναστατημένης Ελλάδας; Ποιος μπορεί να λησμονήσει τον πλάτανο του Αλή-Πασά στην αγορά των Ιωαννίνων και τον πλάτανον της Άρτας, που από τα κλαδιά τους απηγχονίσθηκαν εκατοντάδες Έλληνες;
Ο πλάτανος της Μονής Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, θα διαλαλή τον όρκον που έδωσαν κάτω από αυτόν οι ολίγοι και αποφασιστικοί εκείνοι Έλληνες για τη λευτεριά τους. Ο πλάτανος του Ναυπλίου, ο πλάτανος της Δαμασκού, ιερό δένδρο των Μωαμεθανών και τόσοι και τόσοι άλλοι με αυτούς, είναι συνυφασμένοι με τη ζωή και την ιστορία του ανθρώπου. Κατά ένα τρόπο πολύ αξιοθαύμαστο η φύσις είχε καλλιτεχνίσει και κοσμίσει το μεγάλο τούτο πλατάνι, ξεχωριστά από τα άλλα με κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο. Με τον Κόζιακα απέναντι έδειχναν σαν δύο γίγαντες, αντήλλαζαν χαιρετισμούς και πρώτοι δέχονταν το πρωί και τελευταίοι το βράδυ το χάδι του βασιλιά της ημέρας.
Ο βασιλιάς των πουλιών, ο αετός, είχε πάντοτε το θρόνο στην ψηλή κορυφή του, αμέτρητα δε άλλα πουλιά φώλιαζαν στα κατώτερα κλωνάρια. Ασταμάτητο το αεράκι μέρα και νύχτα χάιδευε τα καταπράσινα φύλλα και ένας διαρκής βόμβος από τα έντομα και το φύσημα, έδειχνε κάτι το εξωτικό και απλησίαστο. Ύπνος κάτω από τον ίσκιο του χωρίς σκεπάσματα ήταν αδύνατος. Τα βαθειά και ήσυχα νερά του Ανάποδου στο μέρος αυτό με τα πολλά τα ψάρια και την τροπική βλάστηση στις όχθες του, μέσα στη σιγαλιά της φεγγαρόλουστης νύχτας, με τις σκιές του και τους θορύβους, με τις αντανακλάσεις και καθρεπτισμούς, ο συνεχής θόρυβος από τα νυχτόβια ζώα, έκαμαν ένα περιβάλλον μαγευτικό και γοητευτικό, μέσα στο οποίο ζούσαν και κινούνταν νεράιδες, καλότυχες, θηρία και φαντάσματα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσει άνθρωπος και να διατηρήσει την ψυχραιμία του κατά τη νύχτα. Στοιχειά και θησαυροί κρυμμένοι πίστευαν ότι διατηρούνται εκεί. Κάτω από τον ίσκιο του στάλιζαν το καλοκαίρι με τη ζέστη όλα τα πρόβατα της Φήκης ηνωμένα σε λίγες στάνες. Τα δε μαντρόσκυλα, φύλακες της στάνης πιστοί, ήταν αδύνατο ν’ αφήσουν ξένον να πλησιάση. Το θαυμάσιο και εξωτικό τούτο πλατάνι σήμερα δεν υπάρχει, παρά μόνον ο κεντρικός κορμός του με μερικούς κλάδους για να θυμίζουν το μεγαλείο. Ανίερα χέρια έβαλαν φωτιά, κάηκε το εσωτερικό που τώρα σχηματίζει σπηλιά ύψους 20 μέτρων και εμβαδόν στη βάση που μπορεί να στεγάσει άνετα μια πολυμελή οικογένεια. Ο επισκέπτης θα νομίση ότι βρίσκεται μπροστά στον πλάτανο του Αγίου, οι κοφάλες του οποίου χρησιμοποιούνται από τον Ανδρέα Πόντο ως πειθαρχείο για τους ατακτούντας. Την εποχή της Ιταλογερμανικής κατοχής που το κάθε τι είχε παραλύσει, βέβηλα ανθρώπινα χέρια απετόλμησαν την καταστροφή του με το τσεκούρι, τον μεγάλο τούτο εχθρό του δάσους. Θα παραμένει αιώνιο στίγμα για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του στον 20ον αιώνα του.


ΤΟ ΟΡΦΑΝΟ

Μάννα, θέλω νερό. Διψάω. Μάννα σήκω, θέλω νερό, δεν ακούς; Μέσα στη σιγαλιά μιας ασέληνης φθινοπωρινής νύχτας του Οκτωβρίου, σ’ ένα φτωχόσπιτο που στέγαζε μια απροστάτευτη οικογένεια με την άρρωστη μάννα, μια αιωνόβια γραία και τέσσερα αδελφάκια ηλικίας από πέντε ετών και κάτω, ακούονται οι παρακλήσεις αυτές από το μεγαλύτερο πενταετές αδελφάκι, που ζητούσε νερό από τη μάννα του για να κόψη τη δίψα του, κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Η μάννα ξαπλωμένη πάνω σε μια ψάθινη στρωσιά σε χωματένιο πάτωμα, κάτω από ένα χωριάτικο αδύνατο σκέπασμα με τα τέσσερα παιδάκια της, σαν κλωσσοπουλάκια, είχε πάρει από βραδύς τον βαρύ και αιώνιο ύπνο της, χωρίς να το γνωρίση κανένας από την συντροφιά της τη φοβερή και μακάβρια εκείνη νύχτα, που η τρομερή επιδημία της ισπανικής γρίπης εθέριζε αλύπητα ανθρώπινες υπάρξεις. Τυλιγμένη η μάννα με τα φτωχικά χωριάτικα σκεπάσματά της, άφηνε ακάλυπτο μόνο το κεφάλι της, το δεξί της χέρι ακουμπισμένο στο μέτωπό της, το αριστερό της στο στήθος της, είχε το βλέμμα της απλανές, τα μάτια της ορθάνοιχτα χωρίς ζωή, προσέβλεπε προς την οροφή της στέγης που δεν υπήρχε, την όψιν της και τη μορφή της γενικά κηρένια, χωρίς αναπνοή, χωρίς κίνησι, βυθισμένη στην αιωνιότητα της ανυπαρξίας. Τι κι αν διψούσαν ή πεινούσαν τα παιδάκια, τι και αν διαμαρτύρονταν και ζητούσαν προστασία και ικανοποίησι από τις στοργικές φροντίδες της μάννας, βοήθεια και απάντησι από πουθενά. Η μάννα δεν κοιμότανε. Ήταν νεκρή. Αλύγιστη και άπονη. Η φωνή της δεν ακούονταν. Μάταια το παιδάκι της ζητούσε την βοήθειάν της για ν’ απαλλαγή από τα δυσάρεστα συναισθήματα που φέρει η πείνα και η δίψα. Γοργόφτερος και ασυγκίνητος ο χάρος της είχε πάρει την ψυχή, δεν ζούσε πια, το σώμα της ακίνητο και αλύγιστο, ψυχρό και άπνουν, περίμενε την ανατολή της νέας ημέρας για το μακάβριο πανηγύρι.
Για δεύτερη και τρίτη φορά το παιδάκι φωνάζει και διαμαρτύρεται, γιατί θέλει νερό. Δεν μπορεί να κοιμηθή διψασμένο. Τα παιγνίδια της ημέρας και η δυστυχία της φτώχειας, το έχουν εξαντλήσει. Και πάλι καμμιά φωνή, καμμιά απόκριση από τη φιλόστοργη μητέρα. Φαίνονταν πως μέσα στη νέκρα που φέρει η νυχτερινή ησυχία και σιωπή, δεν αφήνουν στο σκοτάδι τα ξωτικά να κινηθούν ζωντανά πλάσματα. Το παιδάκι απελπισμένο από την αδιαφορία της μάννας του, έπαψε να ζητάει νερό, εσιώπησε και βαρύς και πάλι ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρά του και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Τι άραγε να σκέπτονταν και τι όνειρα να έβλεπε κατά την απαίσια και φρικτή εκείνη Οκτωβριανή νύχτα, δίπλα στην νεκρή μαννούλα του; Τι να αισθάνονταν ενδόμυχα, αφού δεν άκουε τη γνώριμη και γλυκειά μητρική φωνή μέσα στο ψυχρό και πυκνό σκοτάδι της θλιβεράς εκείνης νύχτας; Το μόνο του στήριγμα η μόνη του ελπίδα και παρηγοριά στον κόσμο τούτο μέσα στη δίψα και αγωνία που είχε, δεν απαντούσε. Από πού να περίμενε μια βοήθεια και ένα γλυκό χαμόγελο, αφού και αυτός ο πατέρας του τις στιγμές εκείνες βρίσκονταν μακριά του στρατευμένος στο Μακεδονικό μέτωπο με τους «συμμάχους» κατά των κεντρικών αυτοκρατοριών την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου;
Ήταν Οκτώβριος του 1918. 0 πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με τις ασυλλήπτου μορφής και εκτάσεως καταστροφές και συνέπειές του έβαινε προς το τέρμα του αφού η αντίπαλος Γερμανία είχεν υποκύψει και ζητούσε την χωρίς όρους παραδοσίν της. Οι γενναίοι στο Σκρα εξετέλεσαν το καθήκον τους και το Μακεδονικό μέτωπο κατέρεε. Το ίδιο εν συνεχεία συνέβαινε και σε όλα τα σημεία του δυτικού μετώπου. Οι φοβεροί κρότοι των κανονιών από την έκρηξιν των οβίδων που ευκρινώς ακούονταν μέχρις εδώ και έκαμαν ημάς τους πιτσιρίκους να τρομοκρατούμαστε και να μη απομακρυνώμασθε από τα σπίτια μας, έπαψαν να ακούωνται, σιώπησαν. Πείνα και δυστυχία επικρατούσε παντού στην Ελλάδα. Σερβικός στρατός και λαός στην Κέρκυρα και αλλαχού πέθαιναν ομαδικά. Αιτία ο συμμαχικός αποκλεισμός για τον εκβιασμόν της Ελλάδος να εξέλθη στον πόλεμο παρά το πλευρόν των. Όσοι έζησαν τα γεγονότα εκείνα και ενθυμούνται, ασφαλώς θα δακρύζουν. Δεν είχαν βέβαια τις διαστάσεις του φοβερού χειμώνος του 1941-1942 επί Γερμανοϊταλικής κατοχής του β’ παγκοσμίου πολέμου. Συνέπεια όλων αυτών καθώς και σε όμοια περίστασι είναι οι εμφανίσεις διαφόρων επιδημιών, που βρίσκουν πρόσφορον έδαφος και καλλιεργούνται μάλιστα σε εποχή που η επιστήμη είταν ανίκανη να προσφέρη αποτελεσματικά τας υπηρεσίας της. Έλλειψη ιατρών και ιατρικών φαρμάκων, φτωχικό και πενιχρό το διαιτολόγιο ιδίως στα χωριά με πολύ χαμηλό το εκπολιτιστικό επίπεδο, σπίτια και διαμονή ανθυγιεινά, όλα αυτά ήταν η αιτία η επιδημία της γρίππης να ξαπλωθή και να ερημώση σπίτια και χωριά. Παπάδες ανίκανοι να εκτελέσουν τα λειτουργικά τους καθήκοντα και οι νεκροί ενταφιάζονταν ομαδικά. Στο δυστυχισμένο σπίτι που στεγάζονταν η φτωχική οικογένεια, θρήνοι και κοπετοί δέχθηκαν την ημέρα. Σκεπτικός, λυπημένος και αμίλητος ο μικρός ορφανός, μαζύ με τους φίλους και συγγενείς, στέλνει στον τάφο τη μαννούλα του για να γυρίσουν και πάλι να πάρουν νεκρούς τη γιαγιά του και μια αδελφούλα του χωρίς παπά, χωρίς ψάλτη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας