Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Βαλτσινιώτικη ντοπιολαλιά: Ο καυγάς



Τώρα το καλοκαίρι, μι τις τρανές ζέστες, κάθουμι κάτ΄ απου κάνα πλατάνι κι θυμάμι παλιές ιστουρίες.
Θα στις μολογήσω, γράψτεις άμα θες.
Νια βουλά, παλιά, στου Βαλτσινού μάλωσαν η Κώτσιος μι τουν Νάσιου κι γίνκι τς κακουμοίρας. Βούιξι του χουργιό!
Σιαματ΄ ήταν κι καμιά αφουρμή τς΄προυκουπής! Χαζαμάρις! Σκουτώθκαν για του τίπουτας ντιπ, σαν τα χαμένα σκλιά. Αμόρφουτους κόσμους, τι πιριμέντς!
Έλιγι ου Κώτσιους: Δε θα του μπλάξου πθινά τουν Νάσιου; θα ιδεί!
Κι ήρθι η ώρα π΄ ανταμώθκαν ου Κώτσιους, μι τουν Νάσιου, αυτούια στην πλατέα κι αρχίντσαν:
Κώτσιους: Καλά, ισύ δεν γλεπς ντιπ, αμόλτσεις τα πράματα μές στου τχομ΄ του τριφύλλι κι του λαμάντζαν όλου;
Νάσιους: Α!...
Κώτσιους: Α; αξ κι κάρνας!
Νάσιους: Άι, άι , χάζιψις, πιδάκι μ’!
Κώτσιους: Ιγώ χάζιψα, ή ισύ καντς πως δε γλεπς; Ντιπ, γκαβάνας είσι; Άλλη φουρά ν’ ανοίγς τα γκαβά σ’ κι να τα φλας καλύτερα τα ζώα σ΄.
Νάσιους: Ποια ζώα, α; Άι μι φένιτι δεν ξερς τι σι γίνιτι!
Κώτσιους: Ιγώ δεν ξέρου τι μι γίνιτι; Καλά!!!
Νάσιους: Α! μι φένιτι δεν πατάς καλά, ντιπ αλάδουτους είσι, δεν σ΄ έρξι ντιπ λάδι η νουνός σ’!
Κώτσιους: Άρα καραπούτσκαρε θα βγεις κι απου παν κιόλας;
Νάσιους: Άσι τς χαζαμάρις τώρα, σι λέου, ούλου χαζουκουβιντγιάζει, αντρειώτχις, δεν είσι κάνας κούτσικους.
Κώτσιους: Α! μι φένιτι δεν καταλαβαίντς τίπουτις, σκέτους γκρας είσι!
Νάσιους: Ιγώ είμι γκρας; Άρα, ποιος σ΄αραδιγιάζει ισένα; Κώτσιους: Ου! να χαθείς, να μη σι βλέπου στα μάτια μ΄ αφουρισμένου!
Νάσιους: Μη μι πλας ιμένα αγριάδα, γιατί…
Κώτσιους: Τι γιατί ρε! Τι γιατί; Ένα γουμάρι κι μψο είσι!
Νάσιους: Αστένεια κακιά να σι μάσει.
Κώτσιους: Αν σι πχιάσου, θα σι γκουρλώσου…
Πες η ένας, πες η άλλους, αρπάτχαν στα χέρια ου Κώστσιους μι του Νάσιου.
Βρε καλέ μ’, βρε αχαμνέ μ’, μπα, πού να τς κάντς ζάπι να κάτσουν καλά.
-Γκλαμπάτσα κακιά να σι μάσει, ο ένας...
-Αστένεια γουρνίσια να σι μάσει, ου άλλους…
Άι, αλιά π’ δε κόβει. Γκουτζιάμ άντρις κι κάν΄ χαζαμάρεις ακόμα.
Πιάστκαν στα χέρια κι έγινι τς κακουμοίρας.
Γκουρδουκλιόνταν στου χώμα σαν τα σκλιά.
Λε λια γκούρλουμα απ’ θέλαν κι οι δυό!
Τουν έπχιασι απ’ τα μαλλιά ου Κώτσιους κι τουν αλάνιασι στου ξύλου.
Ύστιρα τουν δίνει μία στου δόξα πατρί, ου Νάσιους, πάρτουν κατ’.
Πιτάτχαν μιτά εκεί, ου κόσμους κι τς χώρσαν. Αμάν - ζαμάν να τς κάνουν καλά…
Πού να τα βγαλτς πέρα μ΄ αυτούς, ξερς τι ζαβοί που είνι κι οι δυο;

επικοινωνιστε μαζι μας