Ένα συγκλονιστικό κείμενο για μια Ελλάδα που αργοπεθαίνει σκοτώνοντας πρώτα τα παιδιά της…
Εμένα όμως η δασκάλα, όταν ήρθε η σειρά μου, δεν με ρώτησε, γιατί ξέρει, όπως το ξέρουνε όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκύζη, ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας και έφυγε πολύ - πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλούλου ή όποια άλλα πούλμαν.
Αν όμως με ρωτούσε θα είχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατί πριν να φύγει ο μπαμπάς μου, μας είχανε κόψει το ρεύμα και η μαμά μαγείρευε τάχα μου στο πετρογκάζι, κάτι φαγητά που τα έφερνε κρυφά από την εκκλησία. Όμως ο χαζούλιακας ο αδελφός μου, που είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει τι παναπεί να ζητάς ελεημοσύνη, της είπε μια μέρα, «γιατί μαμά μαγειρεύεις ξανά το φαγητό, αφού είναι μαγειρευμένο» και η μαμά μου έβαλε τα κλάματα, επειδή νόμιζε πως ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός το είχαμε καταλάβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγείρευε από μόνη της, όχι πως στεκότανε στην ουρά να πάρει ένα πιάτο φαΐ, σαν να ήτανε ζητιάνα.
Τότε όμως εγώ έσωσα την κατάσταση και του εξήγησα του χαζού, πως η μαμά δούλευε κάπου σαν μαγείρισσα και πως μαγείρευε εκεί και τα δικά μας φαγητά αλλά επειδή κρυώνανε μέχρι να μας τα φέρει, καθότανε και τα ξαναζέσταινε…