Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

«Παλιοχώρι», ένα διήγημα για το Βαλτινό




Ένα διήγημα του Ηλία Κεφάλα που αναφέρεται στο παλιό χωριό του Βαλτινού, Παλιοχώρι.
Αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο να το διαβάσετε, είναι καταπληκτικό!

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ
(Διήγημα του Ηλία Κεφάλα)

Ο Πέτρος Ντούμας και ο Ανδρέας Ριζαύτης έφυγαν καθυστερημένα από το σχολείο τους εκείνη την ημέρα. Ως συνήθως είχαν πάει πάλι απροετοίμαστοι και αδιάβαστοι εντελώς και ο δάσκαλος δεν τους χαρίστηκε καθόλου.
Έπεσε αυτό που λέει θυμόσοφα ο λαός, ξύλο με τη μηχανή. Τα χέρια του δασκάλου ανεβοκατέβηκαν αμέτρητες φορές πάνω στο σβέρκο και τα μάγουλά τους, ώσπου αυτά άναψαν και λαμπάδιασαν. Τους έδερνε περισσότερο από συνήθεια και παγιωμένη διδακτική τακτική, παρά από οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. Κι εκείνοι, που ούτε θυμόνταν πια πόσα χρόνια έμειναν απροβίβαστοι στην πέμπτη τάξη, με χνουδωτά μάγουλα και λίγα πρώιμα μουστάκια, έσκαζαν από το κακό τους, γιατί δεν είχαν προλάβει να χρησιμοποιήσουν αυτή τη φορά τα χοντρά ραβδιά, που είχαν κρύψει κάτω από το θρανίο τους. Όμως ό,τι και να γινόταν, ο δάσκαλος δεν θα γλίτωνε μια μέρα το ξύλο από τα χέρια τους. Και, τότε, θα έπαιρναν το αίμα τους πίσω και μάλιστα με το παραπάνω.
Ήταν αργά το μεσημέρι, λοιπόν, όταν ο δάσκαλος εδέησε να τους αφήσει να φύγουν, γιατί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τους είχε τιμωρήσει με τη λεγόμενη «νηστεία», το άκρως παιδαγωγικό μέτρο που απέβλεπε στο χάσιμο του μεσημεριανού γεύματος του σπιτιού. «κολοκύθια τούμπανα», σκέφτονταν και οι δυο άτακτοι μαθητές, γιατί ήξεραν καλά ότι δεν τους περίμεναν ποτέ για φαγητό στο σπίτι. Ο καθένας έτρωγε όποτε ήθελε και ό,τι ήθελε, αν έβρισκε βέβαια κάτι να φάει. Οι γονείς τους χαμένοι στα χωράφια και τα πρόβατα δεν χόλιαζαν και πολύ με το τι θα φάει η οικογένεια. Αυτά ήταν για τις γιορτές και τις χρονιάρες μέρες. Για όλες τις άλλες μέρες ο καθένας τους ήξερε που ήταν το βαρέλι με το τυρί, που ήταν τα καρβέλια του ψωμιού, που ήταν το πιθάρι με τη λίπα. Ας έτρωγε λοιπόν, όπως μπορούσε.
Μάζεψαν αγανακτισμένοι τη χιλιοτρυπημένη σάκα τους, που δεν είχε μέσα τίποτε άλλο εκτός από ένα χοντρό και παραφουσκωμένο από την υγρασία και τη βρόμα αναγνωστικό, μια διασκευή, δηλαδή, της Οδύσσειας για παιδιά του δημοτικού, και φυσικά, τη σπασμένη σε δυο κομμάτια πλάκα με το κοντύλι της. Στην πλάκα του Ανδρέα ήταν ακόμα άσβηστη η προσπάθειά του να γράψει την ημερομηνία: «Εν Βαλτινώ, τη 21 Νοεμβρίου 1891», κάτι που ήταν βουνό κάθε φορά για να το πετύχει, γιατί ούτε εύκολα θυμόταν την ημερομηνία, ούτε την ορθογραφία της φράσης κατάφερνε. Γι αυτό και το ξύλο έπεφτε βροχή. Ωστόσο από τη στιγμή που ο δάσκαλος τους είπε «ξεκουμπιστείτε», αμέσως ένιωσαν φτερά στα πόδια τους και έφυγαν με βιάση από το σχολείο. 

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: «Η ποίηση είναι η εθνική μας παραγωγή»


Ένας από τους σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής και συγγραφέας Ηλίας Κεφάλας, ο λογοτέχνης με την πανελλήνια αναγνώριση, μιλά για την εποχή μας, για την ποίηση στις μέρες μας, για όλα και για όλους, σε μια συνέντευξη - ποταμό. Αναφέρεται στη σχέση του με τον πολιτισμό και την παιδεία, όπως επίσης και στις κακοδαιμονίες και τα ελλείμματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και στην έλλειψη δεδομένων και αναβάθμισής του, κόντρα στο κυρίαρχο και στην παρακμή.
Η συνέντευξη δόθηκε στην Έφη Δούλη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Τα Μετέωρα" στις 18 Μαΐου 2012

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κύριε Κεφάλα, είναι τιμή για μένα που μου δίνετε την ευκαιρία να συνομιλήσω μ' έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο της πατρίδας μας, που έλκει τις ρίζες του από την περιοχή των Τρικάλων. Θα ήθελα ν' αρχίσω την κουβέντα μας δανειζόμενη τους στίχους σας, «όχι δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει». Μας στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα στο όνειρο;
-Κατ' αρχάς θέλω να σας ευχαριστήσω, κ. Δούλη, που θελήσατε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μαζί. Κάθε λόγος για την τέχνη είναι και μια ενίσχυση της ονειρικής θέασης της ζωής. Και να που έτσι μπήκαμε αμέσως στα όνειρα. Ο ονειρικός λοιπόν κόσμος είναι για μένα ένα μετείκασμα του πραγματικού και μια ασυναίσθητη συνέχεια της παγιωμένης καθημερινότητας. Όταν η καθημερινότητα με τις συνεχείς αντιξοότητές της σε φαρμακώνει, τότε και τα όνειρά μας αποδίδονται φαρμακωμένα. Ο πατέρας μου, για να γυρίσουμε στον στίχο που επιλέξατε, κουραζόταν τόσο πολύ που δεν πρόφταινε ποτέ να ξεκουραστεί στη διάρκεια της ημέρας. Όταν τη νύχτα έπεφτε για ύπνο, έλπιζε ότι θα μπορέσει να ξεκουραστεί μέσα στο βύθος και την πλασματική ανυπαρξία του. Δεν το κατάφερνε όμως, γιατί τα αδηφάγα όνειρα συνέχιζαν την κούραση της ημέρας. Υπέφερε και εκεί, επειδή έβλεπε μόνο κακά όνειρα. Προσπαθούσε λοιπόν εξορκιστικά να διώξει τα όνειρα από τον ύπνο του, να σβήσει τους εφιάλτες, να ελαφρώσει τη δοκιμασία της νύχτας. Αυτού του είδους τα όνειρα είναι οι εκβλαστήσεις της αγωνίας μας. Και βέβαια αυτά μας τα έχουν ήδη κυριεύσει. Αυτά που δεν μπορούν να τα αλλοιώσουν είναι τα οραματικά όνειρα, οι κρυφοί σχεδιασμοί μας που προβάλουν τις επιθυμίες και τις προοπτικές μας μέσα στο αύριο.
Ο τίτλος ενός από τα ποιήματά σας είναι «Η Ποίηση σε γονατίζει κι αδιαφορεί». Αντιπροσωπεύει αυτή η ρήση τούς ποιητές;
-Έχω δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Θέλω να πω ότι η ποίηση απαιτεί θυσίες και σε θέλει ταγμένον. Η ποίηση ενδιαφέρεται μόνο για την ανέλιξή της και για καμία εγκόσμια δόξα. Σε κυριεύει και σε κατέχει. Σε κατευθύνει. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του Πάουντ: «Αχ κι αυτό το καταραμένο έργο τής γραφής που θέλει το μυαλό σου όλη την ώρα να δουλεύει». Και εννοεί βέβαια να δουλεύει ακατάπαυστα υπέρ της ποίησης. Οπότε, όλοι οι πραγματικοί ποιητές υπακούουν τυφλά σ' αυτό το απροσδιόριστο εν τι της σκοτεινής παρόρμησης.

επικοινωνιστε μαζι μας