Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο



Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα,
με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου,
που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ
στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.
Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα:
δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.
Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα.
Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. 
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα.
Δε μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο.
Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις,
αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει.
Κι από τη φύση -αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

«Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της.
Όλο το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα.
Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά,
πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο.
Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια
να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ,
με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς,
μπουμπούνισε το πέλαγος
και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.» 
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας
κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση
που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως
και να συζήσει αργότερα μαζί της,
έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις ορατές,
πάει χαμένος.

Απόσπασμα από το "Μικρό ναυτίλο" του Οδυσσέα Ελύτη

επικοινωνιστε μαζι μας