Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Παντελής ο βοτανολόγος (Ντοπιολαλιά)


Αφηγήσεις, εξιστορήσεις, καταθέσεις βιωμάτων από ανθρώπους που διατηρούν το γλωσσικό μας ιδίωμα ατόφιο, όπως ακριβώς το παρέλαβαν από τους προγόνους μας.
Την παρακάτω αφήγηση μας έκανε ο Παντελής Φλώρος, την οποία παρουσιάζουμε ατόφια, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι, διατηρώντας έτσι την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.


Λοιπόν, κάτσε να σι που. Ιγώ ξέρω πολλά, κι είμι κι βοτανολόγος.
Έχου ένα βιβλίου, όποιος δεν μπορεί να κάνει παιδιά, μπορεί να φταίει ο ένας, μπορεί να φταίει ο άλλος…, λοιπόν, λέει, τι θεραπεία να κάντς.
Είναι το βιβλίο των βοτάνων, των φαρμάκων και γενικώς τα πάντα. Δεν μαζώνω ιγώ τα βότανα, ιγώ λέου τον άλλον άμα θέλει. Τι πρόβλημα έχεις; Θα πάρ΄ς αυτό. Τσ’ δίνω κι κάνα βότανο, έτσι, δεν θέλω παράδες. 
Άμα μη πεις τώρα κάνα πρόβλημα, θα σι πω, άμα το ξέρω ή θα κοιτάξω στο βιβλίου.
Τα φάρμακα είναι πικρά, άμα δεν είναι πικρά τα φάρμακα δεν κάνουν χρήση, με τίποτα.
Ά, εχτές ήρθε μια γ’ναίκα εδώ με τον άντρα τς, κι ανέφερα ιγώ, «έχω βότανα» λέου, «να φεύγουν οι ζάρες». Λέει αυτήν, «Α! θέλω κι εγώ». «Ε, εσύ δεν έχς ζάρες, λέου, λίγες έχεις. Έδωσα λέου μια συνταγή σε μια γυναίκα προχτές, να κάνει θεραπεία, να φύγουν οι ζάρες, απ’ έχει πολλές εδώ κι καθάρσι». «Α! πέσε με κι εμένα» λέει, «α μι γράψς μια συνταγή».
«Θα σι δώσου το βιβλίου να τη γράψ'ς μαναχιά σ’ λέου, γιατί ιγώ αυτήν την γυναίκα απ’ έγραψα, έκανα μια ώρα να τη γράψω».
Πήγε την έγραψε. Είχε πολλές ζάρες αυτήν. Αλλά οι ζάρες απ’ την ταλαιπωρία είναι κι άμα δεν τρως γάλα. Γιατί το γάλα φκιάνει επιδερμίδα να ξέρ’ς. Ιγώ τρώου γάλα πρωί – βράδυ τριψάνα. Δεν έχου ζάρες εγώ. Είμαι 86 χρονών. Τρώου γάλα και τώρα μι φέρνει εμένα, ένας εδώ, δυο μπουκάλια. Έχει γίδες αυτός κι μι φέρνει δυο μπουκάλια κάπου-κάπου. Είνι νοστιμότερο, καλύτερο το γίδινο. Το πρόβειο έχει περισσότερες βιταμίνες. Κατάλαβες; Κι είναι κι φτεινό φαί, το γάλα, θα πάρ’ς ένα κιλό γάλα, έχει ένα ευρώ.
Ξέρ’ς, ιγώ έκανα κι υπάλληλος. Το 1946, πήγα υπάλληλος σ’ έναν έμπορα στου Μουζάκι, έξι χρόνια έκατσα εκεί.
Ήταν έμπορας γερός αυτός. Γενικό εμπόριο: Λάδια, κασμήρια, ντρίγκια, τα πάντα, λαγιά μάζωνε, αλπές… 
Κι δεν μι πλήρωνε εμένα καθώς πήγα, ούτε ασφαλισμένο με είχε. Δεν μι πλήρωνε για να μάθω την τέχνη, τη δλειά. 
Είμαν φτουχό παιδί, δεν είχα τίποτα ιγώ. Ούτε σπίτι είχα, ούτε καλύβι. Ο πατέρας μ’ πέθανε 37 χρονών, αλλά τα κατάφερα. 
Όχι την τέχνη μόνο έμαθα, αλλά έμαθα κι γράμματα κι αν’ξα αυτό το μαγαζί ιδώ.
Ιγώ γράφω καλύτερα από έναν που είναι του Λυκείου.

Καθαρά πράματα. Χα! Χα! Χα!

επικοινωνιστε μαζι μας