Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Η εισήγηση του Δημήτρη Τσιγάρα στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Κώστα Βίρβο


Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι τριήμερες εργασίες του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Κώστας Βίρβος: ο Άνθρωπος, ο Δημιουργός», το οποίο πραγματοποιήθηκε στα Τρίκαλα και διήρκησε από 31 Μαρτίου έως και 2 Απριλίου 2017.
Οι εργασίες του Συνεδρίου, έγιναν στο Πνευματικό Κέντρο Τρικάλων, στο Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού «Κλιάφα», και στο «Μουσείο Τσιτσάνη».
Το συνέδριο διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Τρικάλων ενταγμένο σε μια σειρά αφιερωματικών και ερευνητικών δράσεων που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια από το 32ο Δημοτικό Σχολείο «Κώστας Βίρβος», το σχολείο, στο οποίο φοίτησε ο δημιουργός.
Συνδιοργανωτές ήταν ο Δήμος Τρικκαίων και η Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Θεσσαλίας, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Στο επιστημονικό και ερευνητικό πρόγραμμα του συνεδρίου συμμετείχαν πάνω από 30 πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, εκπαιδευτικοί και προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών.
Μεταξύ των εισηγητών ήταν και ο συγχωριανός μας Δημήτρης Τσιγάρας, ο οποίος μίλησε για ένα από τα έργα του Κώστα Βίρβου. Παραθέτουμε παρακάτω την εισήγησή του:

Τίτλος εισήγησης: «Θεσσαλικός κύκλος» Ηθογραφική προσέγγιση και ιστορική αναφορά στο αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας.
Εισηγητής: Δημήτρης Τσιγάρας, π. Δήμαρχος Καλλιδένδρου.


Κυρίες και κύριοι
O «Θεσσαλικός κύκλος» είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μουσικοθεατρικό έργο, που περιέχει 24 τραγούδια, συν τα τρία ορχηστρικά, σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, και στίχους του Κώστα Βίρβου και παρουσιάστηκε το 1974.
Είναι ένα έργο, με φαντασία και χρώματα, μια λαϊκή λειτουργία. Μια μουσική παράσταση γεμάτη ελληνικούς ρυθμούς, με παιγνιώδη διάθεση, με αιχμηρά τραγούδια, με κοινωνικό και πολιτικό, άμεσο ή έμμεσο, περιεχόμενο.
O «Θεσσαλικός κύκλος» είναι μια ενότητα τραγουδιών πολλαπλών χρήσεων. Με αυτά τραγουδάς, γελάς, μελαγχολείς, νανουρίζεις, ξεδίνεις, σκέφτεσαι…
Ο λαϊκός ποιητής Κώστας Βίρβος πηγαίνει πίσω, στα χρόνια των τσιφλικάδων και των κολίγων στη Θεσσαλία, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και μας μεταφέρει σ’ ένα κόσμο που κυριαρχεί η σκληρή δουλειά, η εκμετάλλευση, αλλά και η ανεπιτήδευτη αφέλεια των φτωχών κι αγράμματων κατοίκων, που βρίσκονται αντιμέτωποι με τα πρώτα «θαύματα» της τεχνολογίας.

Περιγράφει την αγροτική ζωή, χρησιμοποιώντας ακόμα και τη θεσσαλική ντοπιολαλιά και δημιουργεί υπέροχες βουκολικές εικόνες…
Στους ηθογραφικούς στίχους:
 «Κύριε τηλεφωνητή μ’ σου `φερα
ψωμί στη γάστρα
να το στείλεις το παιδί μ’
τηλεφωνικώς στην Πάτρα»,
αναδεικνύεται με σαφήνεια η άγνοια και η αφέλεια των χωρικών.
Το έργο αυτό, εμπεριέχει ολοζώντανες εικόνες, από μια επαρχία των αρχών του 20ού αιώνα, που δεν είχε ακόμη «πλουτίσει». Με δέος και φόβο αντιμετωπίζουν οι χωρικοί τα πρώτα επιτεύγματα της τεχνολογίας, όπως την κατασκευή του Θεσσαλικού σιδηρόδρομου:
«Είδα ένα φίδι κάτω στον κάμπο
σαν δέκα έλατα τρανό
κι από το στόμα του γριά βάμπω
έβγαζε φλόγες και καπνό.
Χρησιμοποιώντας το νου του και την άκρη της πένας του, περιγράφει με σκωπτική και σατιρική διάθεση τις λίγες ευτυχισμένες στιγμές των ανθρώπων που ζούσαν εκεί και εξιστορεί τα παθήματα της αφέλειας και της αθωότητας των Θεσσαλών χωρικών:
«Όπου γάμος και χαρά
πρώτη η Βασίλω
έφαγε όμως μια φορά
η ρημάδα ξύλο.

Στην κηδεία μια φορά
της κυρα Θανάσας
η Βασίλω είχε πει
αϊ και στα δικά σας».
Παράλληλα «ο Θεσσαλικός κύκλος» είναι και ένα λαϊκό πανηγύρι. Το μεγάλο χάρισμα του Κώστα Βίρβου, να κάνει υψηλή τέχνη με τα πιο καθαρά υλικά, μιας λαϊκότητας ζωντανής και πλούσιας, διοχετεύει στο λόγο του εικόνες ανθρώπινης ευαισθησίας και δημιουργεί ένα τεράστιο εννοιολογικό και συναισθηματικό πλούτο.
Χαρακτηριστικό είναι το αριστουργηματικό και εμβληματικό τραγούδι για τo Τρικαλινό παζάρι:
«Αρχινάει στα Τρίκαλα Λιάκο μ’ το παζάρι
πάμε να πουλήσουμε κανα δυο σκουτιά,
να με πάρεις τραχηλιά γόβες και ζωνάρι
και μια τσίπα κόκκινη με χρυσά φλουριά.
Άλλοτε πάλι, ο ποιητής περιγράφει την ζωή στην αγροτική Θεσσαλία καταγγέλλοντας την απομύζηση και την εκμετάλλευση των κολίγων από τους πλούσιους τσιφλικάδες, και γενικότερα την εξουσία.
Ξεμπροστιάζει, με την υπαινικτική ματιά του, τον εκπρόσωπο της εξουσίας, και υπομνηματίζει τη διαχρονικότητα της διαφθοράς.
Στο πεδίο των διαχρονικών δυνάμεων, του καλού και του κακού της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μάχονται από τη μία οι υπερασπιστές του δικαίου, της ελευθερίας, της ισότητας, υπερασπίζοντας το κοινωνικό όφελος, και από την άλλη οι εκμεταλλευτές, οι προδότες, οι τοκογλύφοι, υπερασπιζόμενοι το ατομικό τους συμφέρον και το προσωπικό τους όφελος. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της συμπεριφοράς του φιλοτομαριστή, τοκογλύφου, μπακάλη του χωριού, που λειτουργεί πάντα με τον στυγνό του υπολογισμό:
«Ο Μαυρομίχος ο τοκογλύφος
μπακάλης ήτανε στο χωριό
δεν είναι ψέμα,
μ’ ανθρώπου αίμα
τρεφότανε σαν το θεριό.

Είχε κατράμι στην ψυχή
στο χέρι όλο βρώμα
με μία σου υπογραφή
σου `παιρνε και το στρώμα.

-Κυρ  Μαυρομίχω:
Πεθαίνω, βήχω
δώσ’ μου να πάω να κοιταχτώ.
-Είσαι χτικιάρης κι άμα πεθάνεις
εγώ πώς θα ξεπλερωθώ;»

Όμως το βασικότερο θέμα στον «Θεσσαλικό κύκλο του Κώστα Βίρβου, ήταν οι καημοί και τα βάσανα της αγροτιάς, η οποία στις αρχές του 20 αι βρισκόταν υπό τον έλεγχο και την καταπίεση των τσιφλικάδων.
Στις παραμονές της προσάρτησης, το 1881, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της γης στη Θεσσαλία, έσπευσαν να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε μεγάλους Έλληνες χρηματιστές και εμπόρους της διασποράς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό απέκτησαν τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης.
Οι συνέπειες για τους καλλιεργητές υπήρξαν δραματικές, αφού έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο.
Το καθαρά εμπράγματο δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά μετατράπηκαν σε απλούς αγρομισθωτές.
Οι ιδιοκτήτες, αντίστοιχα, γίνονταν απόλυτα κύριοι της γης που κατείχαν και μπορούσαν πλέον με την εκπνοή των μισθωτηρίων συμβολαίων να εκδιώκουν τους καλλιεργητές από το τσιφλίκι.
Ο Κώστας Βίρβος, με αλληγορική ευστοχία στους στίχους του, τους παρομοιάζει ως:
«Αλεπούδες, κόρακες
των πασάδων κόλακες
που με τούρκικους φετφάδες
ξημερώσαν τσιφλικάδες».
Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε επίσης και την ανατροπή της πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, η οποία μέχρι τότε ήταν εχθρική.
Επιδεικνύοντας μια «αξιοθρήνητη αδράνεια» το ελληνικό κράτος απεμπόλησε τα δικαιώματα που θα μπορούσε να ασκήσει ως διάδοχο του οθωμανικού κράτους.
Υπό την πίεση των νέων γαιοκτημόνων και μεγάλων κεφαλαιούχων του εξωτερικού, η κυβέρνηση μετέβαλε ολοσχερώς την πάγια γεωργική πολιτική του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προστατεύσει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών.
Στην περίοδο 1881-1910, η σύγκρουση τσιφλικάδων και κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική ζωή της Θεσσαλίας.
Προοδευτικά, η αντίσταση των κολίγων κατά των εξώσεων και των λοιπών αυθαιρεσιών των τσιφλικάδων, διευρύνθηκε και από απλή αγροτική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε κίνημα πανθεσσαλικού χαρακτήρα, με πλατιά κοινωνική βάση και ισχυρή υποστήριξη, από τα αστικά κέντρα και με κεντρικό αίτημα, τη διανομή της γης στους καλλιεργητές της.
Την αναμέτρηση αυτή ο Κώστας Βίρβος την αποδίδει με τους συγκλονιστικούς στίχους:
«Αν είσαι άντρας τσιφλικά
έβγα ψηλά στ’ αλώνι
να `χεις και να `χω ένα γκρα
να μετρηθούμε μόνοι.

Αν με βαρέσεις στο σταυρό
απ’ έναν γλύτωσες εχθρό,
μα αν εγώ θα σε χτυπήσω
δώσε μου τη γη μου πίσω.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η αντιπαράθεση εντείνεται ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, για τον οποίο ο Βίρβος αναφέρεται με αξιοσημείωτη νοηματική συμπύκνωση στο τετράστιχο:
«Στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει,
βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει,
η γλώσσα κόκαλα τσακίζει».
Έτσι το σκηνικό ανατρέπεται και η αγροτική διαμαρτυρία απελευθερώνεται.
Η σύγκρουση του Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 έχει γίνει πλέον αναπόφευκτη.
Ακολουθεί και η αιματηρή εξέγερση των αγροτών του 1925 στα Τρίκαλα, με πολλά θύματα.
Όμως εκείνοι που ξέρουν να πεθαίνουν είναι γεννημένοι να ζουν ελεύθεροι.
Σιγά-σιγά αρχίζει να καρπίζει ο δίκαιος λόγος με τις αρχές και τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας.
Τρομάζει τους τσιφλικάδες ο λόγος του δικαίου και κυνηγούν το δάσκαλο.
«Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να σταματήσει πια να δασκαλεύει
με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς
πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει
θα ζει και θα πεθαίνει σαν ραγιάς».

Κυρίες και Κύριοι, είναι προφανές πως η δύναμη του λόγου είναι καθοριστική για την εξέλιξη και την βελτίωση των συνθηκών της ζωής.
Πολλές φορές ο λόγος γίνεται το κατ’ εξοχήν εργαλείο της πολιτικής. Το κλειδί για την απόκτηση της εξουσίας. Το μέσο για τη διοίκηση και την κυριαρχία.
Άλλωστε η πολιτική τέχνη είναι η ικανότητα στον χειρισμό του λόγου.
Την δύναμη του λόγου, λοιπόν, χρησιμοποιεί η εξουσία για να κυριαρχήσει.
Με τη δύναμη του λόγου όμως, μπορούν να αντισταθούν οι λαοί και να υπερασπίσουν τις αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Την δύναμη του λόγου χρησιμοποιώ και εγώ, αλλά και όλοι οι ομιλητές αυτού του συνεδρίου, για την ανάδειξη της προσωπικότητας και την τιμή της μνήμη του Κώστα Βίρβου.
Την δύναμη του λόγου, μέσω της τέχνης του, χρησιμοποίησε και ο Κώστας Βίρβος και αυτόν τον λόγο τον αποθέωσε με ένα υπέροχο παραμύθι που φέρει τον τίτλο «Ο Λόγος»:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας δράκος απου είχε χίλια δόντια σουβλερά.
Αυτός ο δράκος παιδιά μου είχε ρημάξει τον τόπο.
Του άρεσε να τρώει σάρκες από παλληκάρια κι από λυγερόκορμες παρθένες.
Τον βάραγαν τα παλληκάρια κατάσαρκα, αλλά τίποτες.
Αντίς να σκοτώνεται ο δράκος, έσπαγαν τα σπαθιά των παλικαριών.
Και πέρναγαν τα χρόνια κι ο δράκος ρήμαζε τον τόπο
και πρήζοταν η κοιλιά του.
Σ’ ένα χωριό όμως γεννήθηκε ένας λεβέντης, ένα ρηγόπουλο που δεν μπόραγε να βλέπει τον τόπο του να τον ρημάζουν και τον δράκο να τρώει τις σάρκες των παιδιών.
Σκέφτηκε λοιπόν χίλιες νύχτες και βρήκε ένα φάρμακο που το λέγαν λόγο.
Αυτό, είπε θα το σπείρω και όταν θα καρπίσει θα έχει τέτοιο δηλητήριο, που όταν θα το τρώει ο δράκος θα του πέφτουν ένα ένα τα δόντια. Κι έτσι έγινε.
Ύστερις από πολλά χρόνια κάρπισε το δέντρο που έβγανε το φάρμακο που το λέγανε λόγο.
Πήραν τα παλληκάρια απ’ το λόγο και πασάλειψαν τα κορμιά τους κι όταν ο δράκος πάγαινε να τα κατασπαράξει του έπεφταν τα δόντια ώσπου δεν του έμεινε κανένα δόντι.
Τότες τον έπιασαν, τον έσυραν δεμένο στην πλατεία του χωριού κι εκεί ο πιο λεβέντης του `δωσε μια σπαθιά και το σκότωσε. Έτσι ησύχασε ο τόπος απ’ τον δράκο και τα παλληκάρια και οι λυγερές αντίς να πασχίζουν πώς να εξοντώσουν τον δράκο,
έσπερναν, θέριζαν και τραγούδαγαν.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Σας ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας