Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Αχ, η γιαγιά μας η καλή…


Αχ, η γιαγιά μας η καλή... Η γιαγιά του χωριού, η καλύτερη, η πιο γλυκιά, η πιο αγαπημένη φυσιογνωμία των παιδικών χρόνων. Την δανειζόμαστε για λίγο από τον παππού για να μπούμε στον κόσμο της, να πλησιάσουμε την αλήθεια της, να αισθανθούμε το χάδι της, να θυμηθούμε τις ιστορίες και τα παραμύθια της.
Η γιαγιά, μια φιγούρα τόση δα, μια μεγάλη αγκαλιά, ίσια ίσια να χωράει, ίσια ίσια να μην περισσεύει, γεμάτη καλοσύνη και τρυφερότητα.
Μπροστά της, στεκόμασταν προσοχή. Ό,τι πει η γιαγιά. Να παίξετε τώρα, παίζαμε. Είναι ώρα για ύπνο, λουφάζαμε στα στρωσίδια και κλωτσάγαμε στα μουλωχτά το ένα τ’ άλλο, ποιος θα πέσει στην παγίδα να τσιρίξει πρώτος, να παραπονεθεί και να τον κατσαδιάσει η γιαγιά που κλωθογυρίζει και δεν αφήνει τους υπολοίπους να ξεκουραστούν, τάχα.


Μας έφτιαχνε αυγόφετες με μπόλικη ζάχαρη από πάνω. Όμως οι πίτες της ήταν ανεπανάληπτες. Χασιάτες, Γαλατόπιτες, τραχανόπιτες, πλαστούς, μπαντζίνες…
Αχ, η γιαγιά μας η καλή… τώρα τα χεράκια της έχουν ρόζους και αρθριτικά, δε μπορεί να παίξει, αλλά εκείνα τα καλοκαίρια, όταν ήμασταν μικρά, μας μάζευε όλα τα εγγόνια και τους φίλους μας μαζί και μας έλεγε παλιές ιστορίες και παραμύθια.
Συμβουλές πολλές δεν έδινε, εκτός από μια, η οποία επαναλαμβάνονταν καθημερινά, σχεδόν, σαν προσευχή: «Ν’ αγαπιέστε. Να μη ζηλεύετε, να μη θυμώνετε. Ν’ αγαπιέστε».
Αλλά μη νομίζεις, μπορεί να ήταν καλή, χρυσή και άγια, όμως άμα τη διαολίζαμε πολύ δεν το ‘χε και σε τίποτα να πιάσει τη μυγοσκοτώστρα και να μας πάρει στο κυνήγι. Και έτσουζε η άτιμη η μυγοσκοτώστρα άμα σε πετύχαινε, δε σου λέω τίποτα.


Αχ, η γιαγιά μας η καλή… τώρα κάθεται εκεί στα μαξιλάρια της, και για αρκετή ώρα πλέκει. Βγαίνει στον κήπο της και τσαπίζει τα κρεμμυδάκια και τα μαρούλια, χαϊδολογάει τους βασιλικούς και καμαρώνει τα τριαντάφυλλα. Ανάμεσα στα καλάθια με τα ζαρζαβατικά ξεσπυρίζει, καθαρίζει και πλένει τους καρπούς. Πιάνει τη ρόκα της και γνέθει, ταΐζει τα ζώα του σπιτιού, ζαλικώνεται…

επικοινωνιστε μαζι μας