Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

«Ο μικρός βοσκός στο δάσος της Παναγίας». Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα


Ήταν δεν ήταν 13 χρονών παιδαρέλι ο Γιάννης και, μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο Βαλτινού, ανέλαβε τα καθήκοντα του βοσκού, στο κοπάδι της οικογένειας.
Είχε αποφασίσει να μη συνεχίσει στα γράμματα και έτσι ο πατέρας του, ο Αντώνης τον προόριζε για συνεχιστή του οικογενειακού επαγγέλματος, τη γεωργοκτηνοτροφία.  Ήταν και το μοναδικό αγόρι στην οικογένεια και τα αντρικά χέρια την εποχή εκείνη ήταν περιζήτητα. Είχε άλλωστε και τρεις αδερφές να παντρέψει και αυτό τον επιφόρτιζε επιπλέον και με το χρέος να βοηθήσει όσο μπορούσε για την δημιουργία της προίκα τους.
Η οικογένεια είχε καμιά εξηνταριά πρόβατα και μαζί με τα χωράφια που καλλιεργούσαν, βιοποριστικά, τα κουτσοβόλευαν. Έτσι λοιπόν, τα καθήκοντα του βοσκού των προβάτων ανατέθηκαν στον μικρό Γιάννη.
Ο Γιάννης, το μικρό τσοπανόπουλο αγαπούσε πολύ τις ομορφιές της γης και του ουρανού. Έβλεπε και χαίρονταν την φύση, τον ήλιο να ανατέλλει το πρωί και να βασιλεύει το απόγευμα, τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό, και τ’ αστέρια να λαμποκοπούν το βράδυ. Θαύμαζε την ομορφιά του δάσους, τα ποτάμια, τα λιβάδια και αγαπούσε πολύ τα πουλιά και τα ζώα.
Πολλές φορές έβγαζε τα πρόβατα για βοσκή στο δάσος της Παναγίας και περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα εκεί. Ανέβαινε σαν αίλουρος στα πανύψηλα δέντρα και έκοβε τρυφερά κλωνάρια βελανιδιάς και τα έριχνε κάτω. Ήταν υψηλής διατροφικής αξίας αλλά και γαλακτοφόρος τροφή αυτά τα κλωνάρια. Τα πρόβατα είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στα φύλλα τους και τα έτρωγαν με μεγάλη ευχαρίστηση.
Το μεσημέρι που στάλιαζαν τα πρόβατα ο Γιάννης έπαιζε κι ευχαριστιότανε στην κούνια. Κοντά στο αρτεσιανό και σε απόσταση είκοσι μέτρων νοτιότερα από το ξωκλήσι της Παναγίας, ήταν μια πανύψηλη βελανιδιά, με τεράστια κλωνάρια ανοιγμένα σαν ακτίνες ομπρέλας. Εκεί υπήρχε μια κούνια, ένα ζεύγος από τριχιά, αναρτημένη σε ένα μεγάλο και χοντρό κλωνάρι, η οποία κατέληγε στην άλλη άκρη σε κόμπο. Αυτή η κούνια ήταν η χαρά μεγάλων και μικρών.
Ανέβαινε και ξανά - ανέβαινε ο Γιάννης και δεν χόρταινε να κουνιέται συνέχεια με δύναμη. Έπαιρνε τέτοια φόρα και έφτανε πολύ ψηλά, τόσο, που θαρρούσε πως θα ακουμπούσε τον ουρανό. Έβαζε και στόχο να ακουμπήσει με τα πόδια του τα κλαδιά μια διπλανής πανύψηλης βελανιδιάς.
Άλλες φορές περνούσε την ώρα του κόβοντας λεπτές βέργες και με ένα σουγιαδάκι τις κεντούσε με διάφορα διακοσμητικά. Αυτές οι βέργες ήταν σκέτα κομψοτεχνήματα και τις χρησιμοποιούσε αντί για αγκλίτσα.
Ήταν αρχές του Αυγούστου το 1952 και εκείνη τη μέρα είχε βγάλει τα πρόβατα πάλι στο δάσος της Παναγίας.
Ο πατέρας του είχε πάει στον Κάναλο, στο κτήμα με τα κηπευτικά και ασχολούνταν εκεί με τις δικές του δουλειές.

επικοινωνιστε μαζι μας