Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ζ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
ζαβός επίθ. η ζαβός η ζαβεά του ζαβό 1) ο στραβός, ο
λοξός, ο άνισος: ζαβό δέντρο – ζαβό ξύλο 2) για πρόσωπο ιδιότροπος, καυγατζής: πού να τα βγαλτς πέρα μεαυτόν· ξερς τι ζαβός που είνι; 3) για ζώα που
μπαίνουν στα σπαρτά (ιδίως στα ξένα) και κάνουν ζημιές ή χτυπούν το αφεντικό
τους: την πούλτσα την Κουκκίνου, έτσι ζαβεά που ήταν (πούλησα την Κοκκίνω, την
κόκκινη αγελάδα)
ζαβουλιά η θηλ. ουσ. 1) λέξη φράσης σε μικρό παιδί για
επιμόρφωση: μην ξανακάντς άλλη ζαβουλιά, ισύ να ξερς! (μην κάνεις
σκανδαλιά, ζιζανιά, ζημιά) 2) πονηριά, διαβολιά: ούλου ζαβουλιές είνι, δεν αφήνει
καέναν ήσυχουν
ζαβουμάρα η θηλ. ουσ. στραβουμάρα, κουταμάρα, σαστισμάρα: ζαβουμάρα μ’ κακιά κι μένα ’κείνη την ώρα
κι γίνκι του κακό
ζαγάρα η θηλ. ουσ. 1) η σκύλα που φυλάει τα κουτάβια
της και αγριεύει άμα την πλησιάσεις 2) κάπως χαϊδευτικά σε μικρά ζαβουλιάρικα
κοριτσάκια: αχ, ζαγάρα, αν σι πχιάσου,
που μι χάλασις του πλέξιμου μ’
ζαγκανάει ρ. παρατ. ζαγκανούσα· ζαγκανιώμι ζαγκανήτχα·
κουνιέμαι, κινούμαι συνέχεια, δε μ’ έχει ο τόπος: μόλις ακούει χουρό, ίσια ζαγκανιώτι
ζαϊρές η αρσ. ουσ. η γέμιση για γλυκά και για πίτες:
θέλει
πουλύ ζαϊρέ του γκανταΐφι κι να
μουσκουβουλάει (μοσχοβολάει) απ’ την κανέλα κι του γαρύφαλλου
ζάκατα ζούκατα
επίρρ. αργά αργά (για κίνηση): άντε
κουνήσ’ λίγου, πότι θα φτάεις έτσι πώς πας ζάκατα ζούκατα – τουν είπαν να τρέξει
λίγου κι αυτός ζάκατα ζούκατα, ζάκατα ζούκατα
ζαλίκα η θηλ. ουσ. και ουδ. του ζαλίκι· φόρτωμα
ξύλων, κυρίως, αλλά και άλλων αντικειμένων ή και ανήμπορων ανθρώπων στην πλάτη
κάποιου (συνήθως της αγρότισσας γυναίκας): απού
νια ζαλίκα ξύλα ήφιρνα (έφερνα) κάθι
βράδυ στου σπίτι – να θιρίειζ
(θερίζεις), να πλεγς, να γνεθς, κι νά ’χς
κι του κούτσικου ζαλίκα
ζαλκώνουμι ρ. αόρ. ζαλκώθκα μετοχ. ζαλκουμένους·
φορτώνομαι κάτι ή κάποιον στην πλάτη μου: θέρζαμαν
τότι όξου στουν ήλιου κι μι ζαλκουμένα τα κούτσικα πίσ’ στην πλάτη
ζαμάνι του ουδ. ουσ. πληθ. τα ζαμάνια· πολύ χρονικό
διάστημα: χρόνια κι ζαμάνια είχαμι
ν’ανταμουθούμι!
ζαμπούνικους επίθ. η ζαμπούνικους η ζαμπούνικην του
ζαμπούνικου· αρρωστιάρης, ανήμπορος, αχαμνός: ούλουένα ζαμπούνικους είνι, δεν του παίρει (παίρνει) ντιπ
απάνου τ’ (δε δυναμώνει) – ένας
κουντακνός (κοντακινός) κι ζαμπούνικους
είνι (περιφρονητικά για άνδρα)
ζάντζα η θηλ. ουσ. ιδιοτροπία, παραξενιά, ελάττωμα,
γκρίνια: ούλου ζάντζις είνι τώρα τιλιφταία,
δε γκουτάς να τουν κρίντς ντιπ (δεν κοτάς να τον μιλήσεις) – στη φρ. ούλου ζάντζα κι κουλιάντζα (όλο γκρίνια
και ανημποριά)
ζάπι (βλ. και λ. ζάφτι)
του ουδ. ουσ. στη φράση κάνω ζάπι·
δαμάζω, τιθασεύω, ημερώνω: βρε καλέ μ’,
βρε αχαμνέ μ’, μπα, πού να τουν κάνου ζάπι
να κάτσει καλά
ζαπώνου και (α)ζαπώνου ρ. μεταβ. αόρ. ζάπουσα· αρπάζω κάτι κρυφά,
ύπουλα και γρήγορα: σαν τ’ αζαπώνει του πουρτουφόλι κι κόφτει
πέρα, άφαντους γίνκι!
ζαράλι του και ζαραλίκι του ουδ. ουσ. σωματική ασθένεια, συνήθως
χρονία
ζάτσικας ως επίρρ. ζόρι, θυμός: άμα χάνει στου πιχνίδι, τουν
έρχιτι ζάτσικας – μ’ ήρθι ζάτσικας που μι μίλτσι έτσι
ζάφτου ρ. μεταβ. αόρ. έζαψα 1) χτυπώ, βαράω: σαν τουν ζάφτει μία στα μούτρα τ’, είδι τουν ουρανό σφουντύλι
– ούλου έκλιγι του κούτσικου· το ’ζαψα κι ’γω κανα δγυο στου γκώλου τ’ κι έτσι
σταμάτσι 2) αρπάζω με δύναμη κάτι πολύ βαρύ και το μεταφέρω: ένα τσιουβάλι γιουμάτου που δε μπουρούσαν να του σκώσουν
δγυο, κι αυτός το ’ζαψι στουν ώμου τ’ μι την πρώτη